Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Η πορεία πρός Εμμαούς


Αλέξανδρος Κοσματόπουλος
Κατά Λουκάν, 24, 13-35

Ο Λουκάς και ο Κλεόπας οδεύουν προς Εμμαούς, έχοντας αφήσει την Ιερουσαλήμ, τον τόπο όπου εξελίχτηκαν τα γεγονότα της σταύρωσης του Χριστού. Είναι κατηφείς γιατί πιστεύουν πως όλα έχουν τελειώσει. Το μέγα ποθούμενο για την λύτρωση του Ισραήλ έχει αποτύχει. Ο Διδάσκαλος είναι νεκρός. Η αμφιβολία τους βασανίζει. Δεν μπορούν να πιστέψουν αυτό που ξεπερνά την ανθρώπινη φύση. Η μαρτυρία των γυναικών ότι είδαν οπτασία αγγέλων οι οποίοι τις είπαν ότι ζει, δεν τους πείθει. Πήγαν και κάποιοι άλλοι μαθητές στο μνήμα και δεν τον βρήκαν. Το σώμα έχει χαθεί. ΄Όμως εκεί που δεν περιμένουν πλέον τίποτε, ο Χριστός εμφανίζεται να πορεύεται μαζί τους. Τα μάτια τους μένουν κλειστά, ώστε να μην τον αναγνωρίσουν. Του διηγούνται τα όσα συνέβησαν, πώς οι αρχιερείς και οι άρχοντες καταδίκασαν σε θάνατο τον Ιησού και τον σταύρωσαν. Το τέλος κάθε ελπίδας σκοτεινιάζει τα μάτια τους. Δεν υπάρχει φως που να φωτίζει τις καρδιές τους. Εκείνος τους επιπλήττει για την απιστία τους: «Ω ανόητοι και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται· ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού»; Και αρχίζοντας από τον Μωυσή τους εξηγεί όσα αναφέρουν οι προφήτες σχετικά με τον ερχομό του μεταξύ των ανθρώπων. Η αναφορά του δείχνει και πάλι την συνέχεια ανάμεσα στις δύο διαθήκες, την εκπλήρωση των όσων καταγράφονται στην Παλαιά για τον ερχομό του Σωτήρα του κόσμου. ΄Όμως ακόμη και τότε οι δύο μαθητές δεν τον αναγνωρίζουν. «Ανόητοι και βραδείς τη καρδία». Ο χαρακτηρισμός βέβαια δεν αφορά μόνο τους δύο μαθητές, αλλά ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. ΄Οσους άκουσαν γι’ αυτόν και τον παρερμήνευσαν, στρέφοντας αλλού το βλέμμα.
 
Η πορεία προς Εμμαούς είναι μια μακρά πορεία μέσα στη νύχτα. Είναι η δική μας πορεία. Τα συμβαίνοντα στην καθημερινότητα μας βυθίζουν ολοένα και πιο βαθιά στον ύπνο. Νομίζουμε πως αν διορθωθούν τα κακώς κείμενα, η κοινωνία θα βαδίσει με ασφάλεια προς την πρόοδο και την ευημερία, δημιουργώντας ένα στέρεο σύστημα αξιών και συμπεριφορών, όπως των μαθητών που περιστρέφονταν διαρκώς στα πλαίσια της επίγειας κυριαρχίας του Ισραήλ. ΄Όμως κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι ελλοχεύει κάτω από τις πατούσες του καθώς πορεύεται απορροφημένος στις ασχολίες του. Μέσα στην απόγνωση και τη μοναξιά μας ο Χριστός πορεύεται δίπλα μας εμψυχώνοντας τις καρδιές μας. ΄Όμως εμείς δεν έχουμε μάτια για να τον δούμε. Δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε πως όταν η ελπίδα έχει αφανιστεί, υπάρχει πέρα απ’ τον κλειστό μας ορίζοντα το αναστάσιμο φως του Χριστού.
 
Oι μαθητές τον αναγνωρίζουν «εν τη κλάσει του άρτου». Η κλάση του άρτου παραπέμπει στην Ενσάρκωση. Στο Σώμα του Χριστού που προσφέρεται σε όλους. ΄Όπως και στη ζωή μας, ο Χριστός είναι παρών και ταυτοχρόνως απουσιάζει. Η είσοδός του στον ιστορικό χρόνο δεν είναι για να τον διαιωνίσει και να τον δικαιώσει, αλλά για να τον υπερβεί, και να δείξει ότι δεν είναι ο ιστορικός χρόνος που καθορίζει τον άνθρωπο ως πνευματική οντότητα και ολότητα, αλλά ο χώρος της μετα-ιστορίας, ακολουθώντας, ωστόσο, την αναγκαία, οδυνηρή όσο και επικίνδυνη πορεία στην κοιλάδα του θανάτου, που είναι η Ιστορία.
 
«Τίνες οι λόγοι ούτοι ους αντιβάλλετε προς αλλήλους περιπατούντες και έστε σκυθρωποί; Αποκριθείς δε ο εις, ω όνομα Κλεόπας, είπε προς αυτόν· συ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ και ουκ έγνως τα γενόμενα εν αυτή εν ταις ημέραις ταύταις; Και είπεν αυτοίς· ποία; Οι δε είπον αυτώ· τα περί Ιησού του Ναζωραίου, ος εγένετο ανήρ προφήτης δυνατός εν εργώ και λόγω εναντίον του Θεού και παντός του λαού, όπως τε παρέδωκαν αυτόν οι αρχιερείς και οι άρχοντες ημών εις κρίμα θανάτου και εσταύρωσαν αυτόν. Ημείς δε ηλπίζομεν ότι αυτός εστιν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ. (Λουκ. 17-21)». Ο Κλεόπας απευθύνεται στον Ιησού με έναν τόνο ονειδισμού, σαν να απευθύνεται σε έναν άνθρωπο εκτός τόπου και χρόνου, ο οποίος δεν έχει ιδέα για τα τεκταινόμενα. Ενώ ο ίδιος κοιμάται (βραδύς τη καρδία), συμπεριφέρεται σαν να είναι ολότελα ξυπνητός, έχοντας πλήρη επίγνωση των όσων συμβαίνουν. Αποκαλώντας τον μάλιστα οι μαθητές «προφήτη», είναι φανερό πως δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι είναι ο Υιός του Θεού, και το περιεχόμενο που δίνουν στη λύτρωση του Ισραήλ είναι διαφορετικό από το περιεχόμενο που η έννοια της λύτρωσης έλαβε κατόπιν, εκείνη της ανακαινίσεως του ανθρώπου, έξω από τον λαβύρινθο του φόνου και της βίας που μας απομακρύνει απ’ την αγάπη.
 
Δυσκολευόμαστε να δεχτούμε ότι ο Χριστός φέρει την κλείδα της κατανόησης της Παλαιάς Διαθήκης, και είμαστε ανίκανοι να συμμετάσχουμε στη γνώση που δόθηκε στους ανθρώπους μετά το Πάθος του, όπως φανερώνεται σε κάποιες μεταπασχάλιες σκηνές και στην πορεία προς Εμμαούς. Τούτο δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, όταν το μήνυμα της Βασιλείας παραμένει παραγνωρισμένο και άγνωστο. Η Βασιλεία του Θεού λογαριάζεται μύθος, μια ουτοπία, κάτι που δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς μαζί του ούτε κατ’ ελάχιστον. ΄Όμως Πάθος δεν θα υπήρχε αν η Βασιλεία του Θεού δεν ήταν πραγματικότητα. Όπως δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο ίδιος ο αναστημένος Χριστός έρχεται για να διαφωτίσει τους οδοιπόρους, πράγμα που δεν συμβαίνει σε καμία ψευδοανάσταση.
 
Ο Χριστός είναι ο ξένος, ο μη έχων πού την κεφαλήν κλίναι μέσα στον κόσμο, αλλά και ο άγνωστος φίλος που μας πλησιάζει εκεί που θεωρούμε τα πάντα τελειωμένα, βλέποντας το κακό να θριαμβεύει παντού. Το φως του είναι πέρα από το τέλος και πριν από την αρχή. Είναι η ελπίδα που έρχεται από αλλού, και μας πάει αλλού. Ο Κύριος δεν ζητάει να κάνουμε θυσίες για να τον καταλάβουμε. Μας εξηγεί τις Γραφές, τα λόγια των προφητών που αποτέλεσαν προτυπώσεις της ελεύσεώς του.
 
Οι ταξιδιώτες της Εμμαούς εσθίουν και πίνουν στην τράπεζα της Βασιλείας του Θεού έστω και αν δεν το γνωρίζουν, καθώς εκείνος που τους μοιράζει τον άρτο είναι ο αναστημένος Χριστός. Τους μοιράζει την αγάπη, διότι τι άλλο μπορεί να είναι ο άρτος του αναστημένου Κυρίου; Κι ευθύς ανοίγονται οι οφθαλμοί τους ώστε να τον αναγνωρίσουν. Τον αναγνωρίζουν και οι καρδιές τους πυρπολούνται. Όμως γίνεται άφαντος, δείχνοντας ότι η αγάπη δεν έχει σχέση με την ειδωλολατρία και τις συναφείς προς αυτήν εκδηλώσεις δέους και ιερού τρόμου, όπως συμβαίνει με τις εμφανίσεις και τα σημεία των μυθολογικών βίαιων και φονικών θεοτήτων. «Και είπον προς αλλήλους· ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς; Και αναστάντες αυτή τη ώρα υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ, και εύρον συνηθροισμένους τους ένδεκα και τους συν αυτοίς, λέγοντας ότι ηγέρθη ο Κύριος όντως και ώφθη Σίμωνι. Και αυτοί εξηγούντο τα εν τη οδώ και ως εγνώσθη αυτοίς εν τη κλάσει του άρτου».
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.