Η Οσία Θεοδώρα δίδει την ακόλουθη σοφή συμβουλή στους πνευματικούς Πατέρας και Διδασκάλους:
Ο Προεστώς και Διδάσκαλος πρέπει πρώτα απ’ όλα ν’ απομακρύνη τελείως από τον εαυτό του την φιλαργυρία, την υπερηφάνεια και την κενοδοξία. Να μη παρασύρεται από κολακείες. Να μη τον θαμπώνουν τα δώρα. Να διώχνη μακριά το θυμό με τη μακροθυμία. Να τον χαρακτηρίζη η επιείκεια, η ανεκτικότητα, η φιλοστοργία και η φιλαδελφία. Μα πιο πολύ από κάθε τι άλλο, ν’ αποκτήση βαθειά ταπείνωσι.
Πήγαινε συχνά ο διάβολος στη σπηλιά κάποιου Ερημίτη, για να τον τρομοκρατήση και να τον κάνη να φύγη από κει. Εκείνος όμως όχι μόνο δε δείλιαζε, αλλά περιφρονούσε το πονηρό πνεύμα. Τότε ο διάβολος, για να τον παραπλανήση, του παρουσιάστηκε με τη μορφή του Χριστού. – Είμαι ο Χριστός, του είπε.
Ο Ερημίτης έκλεισε τα μάτια του.
– Γιατί κλείνεις τα μάτια σου; του φώναξε ο διάβολος ερεθισμένος. Σου είπα είμαι ο Χριστός.
– Εγώ δε θέλω να ιδώ τον Χριστό σ’ αυτό τον κόσμο, αποκρίθηκε ο Ερημίτης, κρατώντας ακόμη τα μάτια του κλειστά.
Με τη θαρρετή απάντησι του ανθρώπου του Θεού ο διάβολος εξαφανίστηκε και δεν τόλμησε πια να τον πειράξη.
Τον καιρό που οι Λογγοβάρδοι λυμαίνονταν τις επαρχίες της Βορείου Ιταλίας, συνέβη κι’ αυτό το περιστατικό.
Έπιασαν αιχμάλωτο ένα Διάκονο κι’ είχαν αποφασίσει να τον βασανίσουν. Ο Σάγκτουλος, ένας χριστιανός Λογγοβάρδος, που οι συμπατριώται του τον σέβονταν σαν άγιο, για την πολλή ευλάβεια και τη μεγάλη αρετή του, έκανε πολλά διαβήματα στους αρχηγούς, για να σώση τη ζωή του αιχμαλώτου. Μα δεν κατώρθωσε τίποτε άλλο, εκτός από τη χάρι να μείνη αυτός φρουρός κοντά στο μελλοθάνατο, την τελευταία νύκτα.
– Μείνε, τον προειδοποίησε ο Αρχηγός αλλ’ αν ξεφύγη, να ξέρης πως θα βασανιστής εσύ στη θέσι του.
Ο Σάγκτουλος συμφώνησε κι’ έτσι κάθησε φρουρός. Τα μεσάνυχτα όμως, όταν όλο το στρατόπεδο ήταν βυθισμένο στον ύπνο, ξύπνησε τον Διάκονο και του είπε να σηκωθή να φύγη, όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Του είχε έτοιμο κι’ ένα γοργό άλογο.
– Αδύνατον, αδελφέ μου, έλεγε ο μελλοθάνατος. Αν εγώ γλιτώσω, εσύ είναι αδύνατο να γλιτώσης από τα χέρια τους. Πως λοιπόν να γίνω αιτία να πεθάνης μ’ ένα τόσο σκληρό θάνατο;
– Μη σε μέλλει για μένα, έλεγε από την άλλη μεριά ο Σάγκτουλος. Ο Θεός θα με σκεπάση. Έτσι τον έπεισε να φύγη.
Την άλλη μέρα, οι Λογγοβάρδοι ζήτησαν τον αιχμάλωτο.
– Έφυγε, τους είπε με απάθεια ο φρουρός του.
– Κι’ εσύ θα ξέρης βέβαια πολύ καλά τον τρόπο.
– Ναι, αποκρίθηκε θαρρετά ο Σάγκτουλος.
– Επειδή είσαι καλός άνθρωπος, δε θέλω να σε βασανίσω, είπε ο Αρχηγός που θαύμαζε, χωρίς να το δείχνη, το θάρρος του. Διάλεξε μόνος σου τον τρόπο που προτιμάς να πεθάνης.
– Είμαι στα χέρια του Θεού, αποκρίθηκε ατάραχος ο χριστιανός στρατιώτης. Τον θάνατο που θα παραχωρήση Εκείνος, θα τον δεχθώ με ευχαρίστησι.
Τελικά απεφάσισαν να του κόψουν με πέλεκυ την κεφαλήν του κι’ ανέθεσαν τη δουλειά αυτή σ’ ένα μεγαλόσωμο και χειροδύναμο στρατιώτη.
Ο Σάγκτουλος γονάτισε, είπε την προσευχή του κι’ έσκυψε καρτερικά το κεφάλι να δεχθή το χτύπημα. Η ψυχή του αναγάλλιαζε στη σκέψι πως σε λίγο θα βρισκόταν κοντά στο Χριστό.
Ο δήμιος σήκωσε ορμητικά τον φονικό πέλεκυ για να ξεμπερδέψη μια και καλή μ’ αυτή τη δουλειά. Τα χέρια του όμως έμειναν ακίνητα στον αέρα, σαν να τα έσφιγγε μυστηριώδης δύναμις. Ένοιωσε πόνους φοβερούς κι’ άρχισε να μουγγρίζη σαν πληγωμένο θηρίο. Οι άλλοι γύρω τρόμαξαν.
– Τι πάμε να κάνωμε, έλεγαν μεταξύ τους, να τα βάλωμε με τον άγιο αυτόν άνθρωπο, που έχει το Θεό μαζί του;
Άρχισαν λοιπόν να παρακαλούν τον Σάγκτουλο, που έμενε ακόμη με το κεφάλι γερμένο, να γιατρέψη τον στρατιώτη, που εξακολουθούσε να φωνάζη με τα χέρια κρατημένα ψηλά.
– Δεν μπορώ να ζητήσω τέτοια χάρι γι’ αυτόν από τον Κύριό μου, αν δεν μου υποσχεθή πρώτα πως δε θα ξανασηκώση το χέρι του να κτυπήση χριστιανό, είπε ο Σάγκτουλος.
– Υπόσχομαι, φώναξε ο στρατιώτης τρέμοντας από τον φόβο του.
– Κατέβασε λοιπόν τα χέρια σου, πρόσταξε ο δούλος του Θεού.
Με τον λόγο, τα χέρια παρευθύς κινήθηκαν για να πετάξουν πρώτα απ’ όλα το φονικό όργανο.
Κατάπληκτοι οι Λογγοβάρδοι για όσα έγιναν εκείνο το πρωΐ μπροστά στα μάτια τους, χάρισαν τη ζωή στον Σάγκτουλο, που έγινε από τότε ιεραπόστολος ανάμεσά τους.
Θα έλεγε κανείς πως αυτός ο Αγάθων εζούσε κι’ εκινείτο μόνο και μόνο για ν’ αναπαύη τον πλησίον του. Όταν ετύχαινε να περνά τον ποταμό μαζί με τους άλλους Αδελφούς, έπαιρνε πρώτος στα χέρια του τα κουπιά της βάρκας. Όταν επήγαιναν ξένοι στο κελλί του, με το ένα χέρι τους χαιρετούσε και με το άλλο άρχιζε να στρώνη τράπεζα για να τους φιλοξενήση.
Κάποτε του εχάρισαν ένα σκαλιστήρι για να καλλιεργή τον κήπο του.
– Τι όμορφο σκαλιστηράκι! Έκανε ένας Αδελφός που έτυχε να το ιδή στα χέρια του μια μέρα.
Ο Αββάς Αγάθων δεν τον άφηνε με κανένα τρόπο να φύγη, αν δεν έπαιρνε μαζί του το σκαλιστήρι που του άρεσε.
Την ακόλουθη ιστορία μας την διηγείται ο Επίσκοπος Ελενουπόλεως Παλλάδιος. Ο Σεραπίων ήτο Αιγύπτιος Ασκητής τελείως ακτήμων και πολύ ελεήμων. Πολλές φορές τον είχαν ιδεί να γυρίζη μ’ ένα σεντόνι τυλιγμένο γύρω από το γυμνό του σώμα, γιατί τα ενδύματά του τα είχε δώσει ελεημοσύνη. Έτσι του έμεινε και το όνομα Σινδόνιος.
Κάποτε πουλήθηκε σαν δούλος σ’ ένα ειδωλολάτρη ηθοποιό για είκοσι νομίσματα. Άρχισε με μεγάλη προθυμία να υπηρετή τον κύριόν του και όλη του την οικογένεια. Εργαζόταν αδιάκοπα χωρίς απαιτήσεις. Το φαγητό του αποτελείτο μόνο από ψωμί και νερό. Ενώ τα χέρια του δούλευαν, ο νους του ήτο απασχολημένος με την προσευχή. Τα λόγια της Γραφής δεν έλειπαν ποτέ από τα χείλη του. Σκοπός του ήτο να μεταδώση το φως του Χριστού στους κυρίους του και δεν άργησε να το επιτύχη. Τους προσείλκυσε στην πίστι, πρώτα από όλα με το παράδειγμα του χριστιανικού βίου του και ύστερα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, που πέφτει σαν βάλσαμο παρηγοριάς στις ταλαιπωρημένες από την κοσμική ματαιότητα ψυχές.
Όταν ο μίμος – έτσι έλεγαν τότε τους ηθοποιούς –, η σύζυγος και τα παιδιά του επήραν τη χάρι του Αγίου Βαπτίσματος, άφησαν το επάγγελμά τους που δε συμφωνούσε πια με τη νέα ζωή και έγιναν ενεργά μέλη της Εκκλησίας. Μια μέρα επήρε ιδιαιτέρως τον Σινδόνιο ο κύριός του και του είπε:
– Είναι καιρός, Αδελφέ, να σου ανταποδώσω την ευεργεσία που μου έκανες να ελευθερώσης και μένα και την οικογένεια μου από το σκοτάδι της ειδωλολατρίας. Πάρε και συ για αντάλλαγμα την ελευθερία σου.
Τότε ο Σινδόνιος κατάλαβε πως είχε έλθει η ώρα να του αποκαλύψη την αλήθεια. Του είπε λοιπόν πως δεν ήταν δούλος και πως με την θέλησί του πουλήθηκε σ’ αυτόν, για να τον οδηγήση στον Χριστό.
– Αφού επλήρωσε ο Θεός την επιθυμία μου, ας πάω τώρα να βοηθήσω κι’ άλλους.
Επέστρεψε τα είκοσι νομίσματα στον κύριό του και έφυγε για άλλη χώρα. Εκεί πουλήθηκε σε οικογένεια αιρετικών. Με τον ίδιο τρόπο έφερε κι’ αυτήν πολύ γρήγορα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Μέχρι τέλους της ζωής του ο Σινδόνιος υπηρετούσε σωματικά και ψυχικά τους συνανθρώπους του.
Γιατί, Αββά, οι σημερινοί Μοναχοί, ενώ κοπιάζουν, δεν παίρνουν από τον Θεόν τα χαρίσματα που έπαιρναν οι παλαιοί Πατέρες; ερώτησε ένα Γέροντα κάποιος Αδελφός.
– Τον παλιό καιρό, τέκνον μου, αποκρίθηκε ο σεβάσμιος Γέρων, υπήρχε αγάπη μεταξύ των Μοναχών και καθένας προθυμοποιείτο να βοηθήση τον αδελφόν του να ανεβή προς τα επάνω. Τώρα η αγάπη εψυχράνθη και ο ένας παρασύρει τον άλλον προς τα κάτω και για τον λόγον αυτόν δεν χορηγεί πλέον ο Θεός χαρίσματα πνευματικά.
Ο δειλός άνθρωπος, διδάσκει ο σοφός Ισαάκ ο Σύρος, πάσχει κυρίως από δύο ψυχικές ασθένειες. Από ολιγοπιστία κι’ από φιλοσωματία. Όποιος αγωνίζεται να νικήση αυτά τα δύο μεγάλα κακά είναι φανερό πως πιστεύει ολόψυχα στον Θεό κι’ είναι έτοιμος να δεχθή όλα τα δυσάρεστα που τυχόν Εκείνος θα παραχωρήση.
Η υπερβολική τόλμη πάλι και καταφρόνησι των κινδύνων γεννώνται ή από μεγάλη πίστι στον Θεόν ή από τη σκληροκαρδία του ανθρώπου. Και τη σκληροκαρδία ακολουθεί απαραιτήτως η υπερηφάνεια, την πίστι όμως η αληθινή ταπεινοσύνη.
Έστειλε μια φορά τον υποτακτικό του ο Αββάς Δωρόθεος ο Θηβαίος, να φέρη νερό από το πηγάδι. Καθώς έσκυψε εκείνος να τραβήξη, είδε μέσα μια μεγάλη ασπίδα (σ.σ. εννοεί το φίδι). Άφησε συγχυσμένος τον κουβά κι’ έτρεξε στο Γέροντά του.
– Αββά, χαθήκαμε. Το νερό μας δηλητηριάστηκε. Βρήκα ασπίδα στο πηγάδι.
– Κι αν ο διάβολος αποφασίση να ρίξη ασπίδες σ’ όλα τα πηγάδια, εσύ θα πεθάνης από τη δίψα; ρώτησε ο Γέροντας κουνώντας το κεφάλι του για τη δειλία του υποτακτικού του.
Ύστερα πήγε στο πηγάδι, πήρε τον κάδο κι’ έβγαλε μόνος του νερό. Έκανε το σημείο του σταυρού και ήπιε πρώτος, κατόπιν έδωσε στον υποτακτικό του.
– Όπου υπάρχει ο σταυρός, είπε, δε μπορεί να σταθή η κακία του εχθρού.
Ο Προεστώς και Διδάσκαλος πρέπει πρώτα απ’ όλα ν’ απομακρύνη τελείως από τον εαυτό του την φιλαργυρία, την υπερηφάνεια και την κενοδοξία. Να μη παρασύρεται από κολακείες. Να μη τον θαμπώνουν τα δώρα. Να διώχνη μακριά το θυμό με τη μακροθυμία. Να τον χαρακτηρίζη η επιείκεια, η ανεκτικότητα, η φιλοστοργία και η φιλαδελφία. Μα πιο πολύ από κάθε τι άλλο, ν’ αποκτήση βαθειά ταπείνωσι.
Πήγαινε συχνά ο διάβολος στη σπηλιά κάποιου Ερημίτη, για να τον τρομοκρατήση και να τον κάνη να φύγη από κει. Εκείνος όμως όχι μόνο δε δείλιαζε, αλλά περιφρονούσε το πονηρό πνεύμα. Τότε ο διάβολος, για να τον παραπλανήση, του παρουσιάστηκε με τη μορφή του Χριστού. – Είμαι ο Χριστός, του είπε.
Ο Ερημίτης έκλεισε τα μάτια του.
– Γιατί κλείνεις τα μάτια σου; του φώναξε ο διάβολος ερεθισμένος. Σου είπα είμαι ο Χριστός.
– Εγώ δε θέλω να ιδώ τον Χριστό σ’ αυτό τον κόσμο, αποκρίθηκε ο Ερημίτης, κρατώντας ακόμη τα μάτια του κλειστά.
Με τη θαρρετή απάντησι του ανθρώπου του Θεού ο διάβολος εξαφανίστηκε και δεν τόλμησε πια να τον πειράξη.
Τον καιρό που οι Λογγοβάρδοι λυμαίνονταν τις επαρχίες της Βορείου Ιταλίας, συνέβη κι’ αυτό το περιστατικό.
Έπιασαν αιχμάλωτο ένα Διάκονο κι’ είχαν αποφασίσει να τον βασανίσουν. Ο Σάγκτουλος, ένας χριστιανός Λογγοβάρδος, που οι συμπατριώται του τον σέβονταν σαν άγιο, για την πολλή ευλάβεια και τη μεγάλη αρετή του, έκανε πολλά διαβήματα στους αρχηγούς, για να σώση τη ζωή του αιχμαλώτου. Μα δεν κατώρθωσε τίποτε άλλο, εκτός από τη χάρι να μείνη αυτός φρουρός κοντά στο μελλοθάνατο, την τελευταία νύκτα.
– Μείνε, τον προειδοποίησε ο Αρχηγός αλλ’ αν ξεφύγη, να ξέρης πως θα βασανιστής εσύ στη θέσι του.
Ο Σάγκτουλος συμφώνησε κι’ έτσι κάθησε φρουρός. Τα μεσάνυχτα όμως, όταν όλο το στρατόπεδο ήταν βυθισμένο στον ύπνο, ξύπνησε τον Διάκονο και του είπε να σηκωθή να φύγη, όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Του είχε έτοιμο κι’ ένα γοργό άλογο.
– Αδύνατον, αδελφέ μου, έλεγε ο μελλοθάνατος. Αν εγώ γλιτώσω, εσύ είναι αδύνατο να γλιτώσης από τα χέρια τους. Πως λοιπόν να γίνω αιτία να πεθάνης μ’ ένα τόσο σκληρό θάνατο;
– Μη σε μέλλει για μένα, έλεγε από την άλλη μεριά ο Σάγκτουλος. Ο Θεός θα με σκεπάση. Έτσι τον έπεισε να φύγη.
Την άλλη μέρα, οι Λογγοβάρδοι ζήτησαν τον αιχμάλωτο.
– Έφυγε, τους είπε με απάθεια ο φρουρός του.
– Κι’ εσύ θα ξέρης βέβαια πολύ καλά τον τρόπο.
– Ναι, αποκρίθηκε θαρρετά ο Σάγκτουλος.
– Επειδή είσαι καλός άνθρωπος, δε θέλω να σε βασανίσω, είπε ο Αρχηγός που θαύμαζε, χωρίς να το δείχνη, το θάρρος του. Διάλεξε μόνος σου τον τρόπο που προτιμάς να πεθάνης.
– Είμαι στα χέρια του Θεού, αποκρίθηκε ατάραχος ο χριστιανός στρατιώτης. Τον θάνατο που θα παραχωρήση Εκείνος, θα τον δεχθώ με ευχαρίστησι.
Τελικά απεφάσισαν να του κόψουν με πέλεκυ την κεφαλήν του κι’ ανέθεσαν τη δουλειά αυτή σ’ ένα μεγαλόσωμο και χειροδύναμο στρατιώτη.
Ο Σάγκτουλος γονάτισε, είπε την προσευχή του κι’ έσκυψε καρτερικά το κεφάλι να δεχθή το χτύπημα. Η ψυχή του αναγάλλιαζε στη σκέψι πως σε λίγο θα βρισκόταν κοντά στο Χριστό.
Ο δήμιος σήκωσε ορμητικά τον φονικό πέλεκυ για να ξεμπερδέψη μια και καλή μ’ αυτή τη δουλειά. Τα χέρια του όμως έμειναν ακίνητα στον αέρα, σαν να τα έσφιγγε μυστηριώδης δύναμις. Ένοιωσε πόνους φοβερούς κι’ άρχισε να μουγγρίζη σαν πληγωμένο θηρίο. Οι άλλοι γύρω τρόμαξαν.
– Τι πάμε να κάνωμε, έλεγαν μεταξύ τους, να τα βάλωμε με τον άγιο αυτόν άνθρωπο, που έχει το Θεό μαζί του;
Άρχισαν λοιπόν να παρακαλούν τον Σάγκτουλο, που έμενε ακόμη με το κεφάλι γερμένο, να γιατρέψη τον στρατιώτη, που εξακολουθούσε να φωνάζη με τα χέρια κρατημένα ψηλά.
– Δεν μπορώ να ζητήσω τέτοια χάρι γι’ αυτόν από τον Κύριό μου, αν δεν μου υποσχεθή πρώτα πως δε θα ξανασηκώση το χέρι του να κτυπήση χριστιανό, είπε ο Σάγκτουλος.
– Υπόσχομαι, φώναξε ο στρατιώτης τρέμοντας από τον φόβο του.
– Κατέβασε λοιπόν τα χέρια σου, πρόσταξε ο δούλος του Θεού.
Με τον λόγο, τα χέρια παρευθύς κινήθηκαν για να πετάξουν πρώτα απ’ όλα το φονικό όργανο.
Κατάπληκτοι οι Λογγοβάρδοι για όσα έγιναν εκείνο το πρωΐ μπροστά στα μάτια τους, χάρισαν τη ζωή στον Σάγκτουλο, που έγινε από τότε ιεραπόστολος ανάμεσά τους.
Θα έλεγε κανείς πως αυτός ο Αγάθων εζούσε κι’ εκινείτο μόνο και μόνο για ν’ αναπαύη τον πλησίον του. Όταν ετύχαινε να περνά τον ποταμό μαζί με τους άλλους Αδελφούς, έπαιρνε πρώτος στα χέρια του τα κουπιά της βάρκας. Όταν επήγαιναν ξένοι στο κελλί του, με το ένα χέρι τους χαιρετούσε και με το άλλο άρχιζε να στρώνη τράπεζα για να τους φιλοξενήση.
Κάποτε του εχάρισαν ένα σκαλιστήρι για να καλλιεργή τον κήπο του.
– Τι όμορφο σκαλιστηράκι! Έκανε ένας Αδελφός που έτυχε να το ιδή στα χέρια του μια μέρα.
Ο Αββάς Αγάθων δεν τον άφηνε με κανένα τρόπο να φύγη, αν δεν έπαιρνε μαζί του το σκαλιστήρι που του άρεσε.
Την ακόλουθη ιστορία μας την διηγείται ο Επίσκοπος Ελενουπόλεως Παλλάδιος. Ο Σεραπίων ήτο Αιγύπτιος Ασκητής τελείως ακτήμων και πολύ ελεήμων. Πολλές φορές τον είχαν ιδεί να γυρίζη μ’ ένα σεντόνι τυλιγμένο γύρω από το γυμνό του σώμα, γιατί τα ενδύματά του τα είχε δώσει ελεημοσύνη. Έτσι του έμεινε και το όνομα Σινδόνιος.
Κάποτε πουλήθηκε σαν δούλος σ’ ένα ειδωλολάτρη ηθοποιό για είκοσι νομίσματα. Άρχισε με μεγάλη προθυμία να υπηρετή τον κύριόν του και όλη του την οικογένεια. Εργαζόταν αδιάκοπα χωρίς απαιτήσεις. Το φαγητό του αποτελείτο μόνο από ψωμί και νερό. Ενώ τα χέρια του δούλευαν, ο νους του ήτο απασχολημένος με την προσευχή. Τα λόγια της Γραφής δεν έλειπαν ποτέ από τα χείλη του. Σκοπός του ήτο να μεταδώση το φως του Χριστού στους κυρίους του και δεν άργησε να το επιτύχη. Τους προσείλκυσε στην πίστι, πρώτα από όλα με το παράδειγμα του χριστιανικού βίου του και ύστερα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, που πέφτει σαν βάλσαμο παρηγοριάς στις ταλαιπωρημένες από την κοσμική ματαιότητα ψυχές.
Όταν ο μίμος – έτσι έλεγαν τότε τους ηθοποιούς –, η σύζυγος και τα παιδιά του επήραν τη χάρι του Αγίου Βαπτίσματος, άφησαν το επάγγελμά τους που δε συμφωνούσε πια με τη νέα ζωή και έγιναν ενεργά μέλη της Εκκλησίας. Μια μέρα επήρε ιδιαιτέρως τον Σινδόνιο ο κύριός του και του είπε:
– Είναι καιρός, Αδελφέ, να σου ανταποδώσω την ευεργεσία που μου έκανες να ελευθερώσης και μένα και την οικογένεια μου από το σκοτάδι της ειδωλολατρίας. Πάρε και συ για αντάλλαγμα την ελευθερία σου.
Τότε ο Σινδόνιος κατάλαβε πως είχε έλθει η ώρα να του αποκαλύψη την αλήθεια. Του είπε λοιπόν πως δεν ήταν δούλος και πως με την θέλησί του πουλήθηκε σ’ αυτόν, για να τον οδηγήση στον Χριστό.
– Αφού επλήρωσε ο Θεός την επιθυμία μου, ας πάω τώρα να βοηθήσω κι’ άλλους.
Επέστρεψε τα είκοσι νομίσματα στον κύριό του και έφυγε για άλλη χώρα. Εκεί πουλήθηκε σε οικογένεια αιρετικών. Με τον ίδιο τρόπο έφερε κι’ αυτήν πολύ γρήγορα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Μέχρι τέλους της ζωής του ο Σινδόνιος υπηρετούσε σωματικά και ψυχικά τους συνανθρώπους του.
Γιατί, Αββά, οι σημερινοί Μοναχοί, ενώ κοπιάζουν, δεν παίρνουν από τον Θεόν τα χαρίσματα που έπαιρναν οι παλαιοί Πατέρες; ερώτησε ένα Γέροντα κάποιος Αδελφός.
– Τον παλιό καιρό, τέκνον μου, αποκρίθηκε ο σεβάσμιος Γέρων, υπήρχε αγάπη μεταξύ των Μοναχών και καθένας προθυμοποιείτο να βοηθήση τον αδελφόν του να ανεβή προς τα επάνω. Τώρα η αγάπη εψυχράνθη και ο ένας παρασύρει τον άλλον προς τα κάτω και για τον λόγον αυτόν δεν χορηγεί πλέον ο Θεός χαρίσματα πνευματικά.
Ο δειλός άνθρωπος, διδάσκει ο σοφός Ισαάκ ο Σύρος, πάσχει κυρίως από δύο ψυχικές ασθένειες. Από ολιγοπιστία κι’ από φιλοσωματία. Όποιος αγωνίζεται να νικήση αυτά τα δύο μεγάλα κακά είναι φανερό πως πιστεύει ολόψυχα στον Θεό κι’ είναι έτοιμος να δεχθή όλα τα δυσάρεστα που τυχόν Εκείνος θα παραχωρήση.
Η υπερβολική τόλμη πάλι και καταφρόνησι των κινδύνων γεννώνται ή από μεγάλη πίστι στον Θεόν ή από τη σκληροκαρδία του ανθρώπου. Και τη σκληροκαρδία ακολουθεί απαραιτήτως η υπερηφάνεια, την πίστι όμως η αληθινή ταπεινοσύνη.
Έστειλε μια φορά τον υποτακτικό του ο Αββάς Δωρόθεος ο Θηβαίος, να φέρη νερό από το πηγάδι. Καθώς έσκυψε εκείνος να τραβήξη, είδε μέσα μια μεγάλη ασπίδα (σ.σ. εννοεί το φίδι). Άφησε συγχυσμένος τον κουβά κι’ έτρεξε στο Γέροντά του.
– Αββά, χαθήκαμε. Το νερό μας δηλητηριάστηκε. Βρήκα ασπίδα στο πηγάδι.
– Κι αν ο διάβολος αποφασίση να ρίξη ασπίδες σ’ όλα τα πηγάδια, εσύ θα πεθάνης από τη δίψα; ρώτησε ο Γέροντας κουνώντας το κεφάλι του για τη δειλία του υποτακτικού του.
Ύστερα πήγε στο πηγάδι, πήρε τον κάδο κι’ έβγαλε μόνος του νερό. Έκανε το σημείο του σταυρού και ήπιε πρώτος, κατόπιν έδωσε στον υποτακτικό του.
– Όπου υπάρχει ο σταυρός, είπε, δε μπορεί να σταθή η κακία του εχθρού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.