Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

Διδαχές από τον Ευεργετινό

Μικρός Ευεργετινός – Καλλινίκου Ιερομονάχου Αγιορείτου. | ΕΛΕΥΘΕΡΗ  ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 
 
Ο ηγούμενος και ο μάγειρος

Σε κάποιο κοινόβιο ζούσε ένας μοναχός που ονομαζόταν Ευφρόσυνος. Είχε το διακόνημα του μαγείρου, και επειδή όλη την ημέρα εργαζόταν μέσα στις φωτιές και στα καζάνια και στις καπνιές, κανείς δεν του έδινε σημασία. Έτσι κατόρθωνε να κρύβει τη λαμπρή αρετή του. Μάλιστα οι αμελέστεροι μοναχοί, βλέποντας τον μαυρισμένο από την καπνιά, τον περιγελούσαν και τον κορόιδευαν.


Εκείνος όμως, παρ’ όλο που βάσταζε τις δυσκολίες του κοπιαστικού διακονήματος του, τα υπέμεινε όλα με γενναιότητα. Δεν διαμαρτυρόταν, δεν γόγγυζε και δεν κατέκρινε κανένα.

Ο ηγούμενος του κοινοβίου ήταν ενάρετος άνθρωπος και είχε παρρησία στον Θεό. Παρακάλεσε λοιπόν κάποτε στην προσευχή του να του φανερωθεί ποιος από τους υποτακτικούς του ήταν ανώτερος και περισσότερο ευάρεστος στον Θεό.

Μια νύχτα έπεσε σε έκσταση και είδε πως βρέθηκε σ’ έναν ευωδιαστό κήπο με πανέμορφα δένδρα, που είχαν θαυμαστούς σε όψη και οσμή καρπούς. Κάτω από τα δένδρα κυλούσε ένα ποτάμι με διαυγέστατο νερό. Ήταν εξαίσια η θέα του κήπου εκείνου. Καθώς απολάμβανε τη σπάνια ομορφιά ο ηγούμενος, διαρκώς ευχαριστούσε τον Δημιουργό της και καλοτύχιζε τον εαυτό του.

Επιθύμησε όμως να δοκιμάσει και τους θαυμαστούς καρπούς και προσπάθησε να κόψει μερικούς, αλλά δεν τα κατάφερε. Τα κλαδιά μαζί με τους καρπούς υψώνονταν μόλις τα πλησίαζε! Αφού πολλές φορές προσπάθησε χωρίς να πετύχει αυτό που ήθελε, βλέπει ξαφνικά τον μοναχό Ευφρόσυνο να προχωρεί και ν’ απολαμβάνει πλούσια όσα υπήρχαν στον κήπο εκείνο. Τα κλαδιά έγερναν μπροστά του και του πρόσφεραν τους καρπούς τους.

Έκπληκτος ο ηγούμενος του φώναξε:

– Παιδί μου, Ευφρόσυνε, ποιος σε έφερε και σου επέτρεψε να μένεις εδώ;

Κι εκείνος με χαρούμενο πρόσωπο του απάντησε:

– Γέροντα, ο φιλάνθρωπος Θεός μου εμπιστεύθηκε αυτόν τον κήπο και μου επέτρεψε να τον απολαμβάνω.

Και μπορείς να μου δώσεις κάποιον καρπό;

– Πάρε, όσους θέλεις.

– Δεν μπορώ, παιδί μου, πολλές φορές προσπάθησα, αλλά δεν κατάφερα να κόψω κανένα.

Τότε ο άγιος πλησίασε μια μηλιά, πήρε με φυσικότητα τρία εξαίσια μήλα και τα έδωσε στον γέροντα του.

Μόλις ο ηγούμενος τα πήρε στα χέρια του συνήλθε από την έκσταση. Τον περίμενε όμως άλλη έκπληξη: Είδε ότι κρατούσε ακόμη τα τρία μήλα!

Διέταξε να χτυπήσει αμέσως το σήμαντρο για την πρωινή ακολουθία. Στη διάρκεια του όρθρου συγκρατήθηκε και δεν εκδηλώθηκε καθόλου, στην απόλυση όμως της θείας λειτουργίας, και ενώ φορούσε ακόμη την ιερατική του στολή, παρήγγειλε να καλέσουν τον αδελφό Ευφρόσυνο, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ πάει στο διακόνημα του για να προλάβει το φαγητό στην ώρα του.

Έτρεξαν τότε μερικοί στο μαγειρείο και τον έφεραν μπροστά στην ωραία πύλη του ναού, όπως ήταν καπνισμένος απ’ τη φωτιά και μαυρισμένος στο πρόσωπο, στα χέρια και στα ρούχα.

Τον ρώτησε τότε ο ηγούμενος:

– Παιδί μου, που ήσουν αυτή τη νύχτα;

Εκείνος χαμήλωσε το κεφάλι και δεν μιλούσε καθόλου. Επειδή όμως είδε τον γέροντα να επιμένει στην ερώτηση του, απάντησε ταπεινά:

– Δεν γνωρίζεις, πάτερ, που βρισκόμασταν και οι δύο;

Τότε ο ηγούμενος, τρέμοντας από συγκίνηση, παρουσίασε τα τρία μήλα.

– Μήπως τα γνωρίζεις αυτά;

– Ναι, πάτερ. Με διέταξες και σου τα έδωσα. Παιδί μου, Ευφρόσυνε, είσαι μακάριος γιατί αξιώθηκες ν’ απολαμβάνεις τέτοια αγαθά. Να προσεύχεσαι και για μένα τον άθλιο.

Αμέσως ο ηγούμενος διηγήθηκε σε όλους την οπτασία και έπειτα έπεσε στα πόδια του υποτακτικού του, ενώ εκείνος έκλαιγε από την υπερβολική ντροπή. Κατόπιν έκοψε σε μικρά κομμάτια τα μήλα και τα μοίρασε στους αδελφούς.

Ο όσιος Ευφρόσυνος, που μέχρι τώρα πρόθυμα επέμεινε την περιφρόνηση, δεν μπόρεσε να υπομείνει τον γενικό θαυμασμό. Έφυγε λοιπόν από το μοναστήρι και κανείς πλέον δεν τον ξαναείδε.



Ο πρώην αυλικός

Εγκαταστάθηκε κάποτε σε σκήτη ένας αυλικός από την Ρώμη. Βλέποντας ο προϊστάμενος της σκήτης ότι ήταν αδύνατος και μαθαίνοντας ότι ζούσε πριν σε παλάτια, τον οικονομούσε και ότι καλό αφιέρωναν στην σκήτη, του το έστελνε. Ο αυλικός, έπειτα από είκοσι πέντε χρόνια ασκήσεως, απέκτησε το διακριτικό χάρισμα και έγινε ξακουστός.

Ακούγοντας γι’ αυτόν ένας Αιγύπτιος μοναχός ήρθε να τον επισκεφθεί. Τον ασπάσθηκε και, αφού προσευχήθηκαν, κάθισαν. Βλέπει τότε ο επισκέπτης να φορά ο αββάς μαλακά ρούχα και σανδάλια, να έχει στρωσίδι, προβιά και ένα μικρό μαξιλάρι. Όλα αυτά ήταν αντίθετα με την σκληρή άσκηση της σκήτης και σκανδαλίσθηκε.

Ο διακριτικός γέροντας κατάλαβε ότι σκανδαλίσθηκε. Λέει λοιπόν στον αδελφό που τον υπηρετούσε:

– Μαγείρεψε φαγητό σήμερα για χάρη του επισκέπτη μας.

Βγήκε εκείνος, βρήκε λίγα χόρτα και τα έβρασε. Είχε ο αββάς και λίγο κρασί για την ασθένεια του. Το έβαλε κι αυτό στο τραπέζι. Έφαγαν λοιπόν και ήπιαν. Όταν βράδυασε, είπαν δώδεκα ψαλμούς και κοιμήθηκαν. Το πρωί είπαν άλλους δώδεκα ψαλμούς και όταν ξημέρωνε ο επισκέπτης σηκώθηκε να φύγει, μένοντας σκανδαλισμένος για την καλοπέραση του αββά. Εκείνος όμως, θέλοντας να τον ωφελήσει, άρχισε να τον ρωτά, οπότε έγινε ο εξής διάλογος:

– Από ποια χώρα είσαι;

– Από την Αίγυπτο.

– Και από ποια πόλη;

– Δεν είμαι από πόλη. Σε χωριό γεννήθηκα.

– Και τι δουλειά έκανες;

– Φύλαγα τα κτήματα.

– Και που κοιμόσουν;

– Στα χωράφια.

– Είχες στρώμα να πλαγιάσεις;

– Πού να βρεθεί στρώμα στα χωράφια;

– Τότε, που κοιμόσουν;

– Κάτω, στο χώμα.

– Είχες να τρως τίποτα στα χωράφια; Έπινες κρασί; Στα χωράφια δεν υπάρχει ούτε φαγητό ούτε πιοτό. Τότε, πως ζούσες;

– Έτρωγα λίγα παξιμάδια ή λίγο παστό κρέας, αν έβρισκα, και έπινα νερό.

– Δύσκολη ζωή. Αλλά για πες μου, υπήρχαν λουτρά στο χωριό;

– Όχι. Πλενόμασταν καμιά φορά στο ποτάμι.

Αφού ο διακριτικός γέροντας τον έκανε με τον διάλογο να φανερώσει όλες τις ταλαιπωρίες της προηγουμένης του ζωής, άρχισε να του διηγείται για τον εαυτό του.

– Εγώ ο άθλιος που με βλέπεις εδώ, είμαι από την κοσμοκράτειρα Ρώμη και είχα μεγάλο αξίωμα στα ανάκτορα του αυτοκράτορα.

Από τα πρώτα αυτά λόγια ο επισκέπτης ένιωσε μεγάλη συγκίνηση και άκουγε με πολλή προσοχή τα παρακάτω.

– Άφησα λοιπόν τις απολαύσεις της Ρώμης και ήρθα εδώ στην σκληρή έρημο. Είχα στην πατρίδα μου μέγαρα και θησαυρούς, κρεββάτια ολόχρυσα και πολυτελή στρώματα. Και αντί γι’ αυτά, μου έδωσε ο καλός Θεός αυτό το στρωσίδι και αυτή την προβιά. Τα ρούχα μου ήταν πανάκριβα. Αντί για κείνα, φορώ τώρα αυτά τα ευτελή. Στα γεύματα, ξόδευα πολλά χρήματα. Αντί γι’ αυτά μου έδωσε ο Θεός λίγα χορταρικά κι αυτό το λίγο κρασί. Με υπηρετούσαν πολλοί δούλοι. Αντί για κείνους, κίνησε ο Θεός την καρδιά αυτού του αδελφού και ήρθε να με υπηρετεί στην δυσκολία μου. Αντί να πηγαίνω σε λουτρό, χύνω λίγο νερό στα πόδια μου. Φορώ και σανδάλια για την αδυναμία μου. Αντί ν’ ακούω μουσικούς και κιθάρες, λέω τους δώδεκα ψαλμούς. Και την νύχτα, αντί για τις αμαρτίες που έκανα, προσεύχομαι ειρηνικά. Σε παρακαλώ λοιπόν, αββά, μη σκανδαλίζεσαι με την αδυναμία μου.

Ακούγοντας όλα αυτά ο επισκέπτης, μόλις μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα του. Όταν συνήλθε, είπε:

– Αλλοίμονο μου. Εγώ από την μεγάλη ταλαιπωρία που υπέμεινα στον κόσμο, ήρθα σε ανάπαυση εδώ στην έρημο. Και πράγματα που δεν είχα τότε, τα έχω τώρα. Ενώ εσύ, από πολλή ανάπαυση ήρθες σε ταλαιπωρία, και από δόξα και πλούτο ήρθες σε ταπείνωση και φτώχεια.

Έφυγε έπειτα πολύ ωφελημένος. Έγινε φίλος του και τον επισκεπτόταν συχνά για να ωφελείται. Γιατί ο πρώην αυλικός ήταν διακριτικός και σκορπούσε την ευωδία του Αγίου Πνεύματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.