ΜΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑ
Πρίν από λίγο καιρό, γύρω στά Χριστούγεννα, άκουγα τους γονείς μου νά μιλάνε γιά διάφορα θαύματα και αναρωτήθηκα αν όλ’ αυτά ήταν αλήθεια ή ψέματα. Έτσι, λοιπόν, ρωτώ τον πατέρα μου και μου λέει πως είναι αλήθεια όλα. Από εκείνη την ημέρα, σχεδόν κάθε μέρα, ζητούσα από τον Θεό στην προσευχή μου νά μου δείξει κι’ εμένα κάτι από όλ’ αυτά. Μετά από δυό μήνες περίπου, είδα στο όνειρό μου δύο σπίτια τεράστια, τόσο μεγάλα, που καλά καλά δεν φαινόμουν. Ήμουν σάν ένα μυρμηγκάκι. Το ένα, στην αριστερή πλευρά, ήταν πολύ άσχημο, ενώ το άλλο δεξιά πολύ όμορφο. Εκείνη την στιγμή άκουσα μία φωνή νά μου λέει: “Μή φοβάσαι, κοίτα προσεκτικά και μάθε”! Αμέσως αισθάνθηκα ένα χέρι νά με ακουμπά στον δεξιό ώμο μου και τότε κατάλαβα ότι κάποιος με συνόδευε που μαζί πετάξαμε πρός το άσχημο σπίτι. Καθώς πετούσα ένοιωθα πως δεν είχα το σώμα επάνω μου και ήμουν σάν ένα πούπουλο. Επίσης, καθώς περπατούσαμε, άκουγα πίσω μου πολλά βήματα κάποιων άλλων που ήταν εκεί πέρα. Υπολόγισα με το μυαλό μου πως πρέπει νά ήταν γύρω στά πέντε έξι άτομα. Γιά μιά στιγμή γύρισα γιά νά δώ ποιοί είναι αυτοί τέλος πάντων, μά δεν μπορούσα. Μόλις φτάσαμε κοντά, είδα πως αυτό το σπίτι ήταν, βρώμικο, κατάμαυρο, σκονισμένο, στάζανε από παντού πράσινες γλίτσες και βρωμούσε τσιγαρίλες. Εν τώ μεταξύ ένοιωσα μιά αναστάτωση μέσα μου, δηλαδή μιά γενική ταραχή. Ύστερα έβλεπα τά δωμάτια αυτού του σπιτιού χωρίς νά μπαίνω μέσα. Είχε πολλά δωμάτια και το καθένα ήταν διαφορετικό. Στά δωμάτια αυτά βασανιζόντουσαν διαρκώς άνθρωποι.
Π.χ. Σε ένα δωμάτιο έβγαιναν από το ταβάνι καρφιά και τους κάρφωναν. Ένα άλλο δωμάτιο είχε φλόγες και οι άνθρωποι καίγονταν. Σε ένα άλλο πάλι ήταν κάτι άσχημες μορφές σάν αγάλματα που κρατούσαν κάτι ακόντια και κάρφωναν τους ανθρώπους. Αυτές οι μορφές είχαν άσχημα σουβλερά δόντια, σε διαφορετικά χρώματα το καθένα, όπως : καφέ, μαύρο, γκρί, σκούρο κίτρινο. Είχαν επίσης μακριές μαύρες ουρές που τελείωναν σε μιά πύρινη φούντα. Σε ένα άλλο δωμάτιο ήταν παρόμοια αγάλματα και παραμορφωμένοι άνθρωποι, που τους έλειπαν χέρια, πόδια, μάτια, κεφάλι ή το κεφάλι ήταν στο χέρι ή κολημμένο στά πόδια τους, χωρίς νά έχουν σώμα, και το χέρι στο κεφάλι, ή τά μάτια στά χέρια και τά χέρια στά πόδια. Άλλοι είχαν μεγάλα πόδια ή μεγάλα χέρια, ενώ άλλοι είχαν ανάκατα μαλλιά. Πολλοί ακόμη είχαν φίδια αντί γιά μαλλιά. Είχαν πολύ παράξενα φίδια. Υπήρχαν ακόμα δράκουλες με πρησμένη κοιλιά, που την κάρφωνε ένα σπαθί ή σε κάτι άλλους που τους έμπαινε από το στόμα μιά σούβλα και τους έβγαινε από κάτω. Όλοι αυτοί χοροπηδούσαν πάνω σε πολλά οστά ανθρώπων, που σκέπαζαν όλο το πάτωμα. Σε ένα άλλο δωμάτιο, που ήταν διπλάσιο από τά άλλα, υπήρχε λαβύρινθος, από τον οποίο προσπαθούσαν νά περάσουν οι άνθρωποι.Όταν έμπαιναν μέσα οι άνθρωποι, πεταγόντουσαν από παντού ξίφη, ακόντια, φωτιές και οξέα. Αν κάποιος κατάφερνε νά βγεί ζωντανός, στην έξοδο τον περίμεναν κάτι παράξενα τέρατα, που τον έτρωγαν αμέσως. Στο προτελευταίο δωμάτιο υπήρχε πυκνό σκοτάδι και ακουγόταν κάτι περίεργες κραυγές. Σε όλα αυτά τά δωμάτια που είδα, ο δράκος έβαζε τους ανθρώπους μέσα,ανάλογα με το τι φοβόνταν περισσότερο απ’ όλα. Οι άνθρωποι δεν ήταν καλά, το σώμα τους φαίνονταν βασανισμένο. Φορούσαν σχισμένους και λερωμένους χιτώνες. Μερικούς ανθρώπους ο συνοδός μου άρχισε νά τους λέει με τά ονόματά τους αλλά εγώ δεν ήξερα ποιοί ήταν αυτοί και τι έκαναν. Από αυτούς, άλλους τους έβλεπα νά κάθονται στο μαύρο σπίτι, άλλους νά βασανίζονται σε συγκεκριμένα δωμάτια και νά τυραννιούνται. Από τους άλλους άκουγα μόνο τά ονόματά τους. Μερικά από τά ονόματα που θυμάμαι ήταν ξένα, άλλα ήταν τά αρχαία και άλλα τά σημερινά. Μερικά ονόματα που θυμάμαι, είναι : Χίτλερ, Λένιν, Νίκος, Νταϊάνα, Διοκλητιανός, Σαλώμη, Ραμσής, Περικλής, Αγαμέμνων Μουσσολίνι, Γιάννης, Ιεζάβελ, Σαπφείρα, Ιουλιανός, Ίριδα, Μεχμέτ, Μουσταφά, Μέρλιν Μονρόε, Άρειος.
Αυτός ο Άρειος με φόβισε λίγο, γιατί φώναζε πολύ σπαρακτικά και κατάλαβα ότι βασανιζόταν πολύ. Ο συνοδός μου μου είπε πως ο Άρειος είχε κάνει φρικτά πράγματα και πονούσε πολύ. Στο τέλος είδα κι’ έναν που τον έλεγαν Άλις Κούπερ. Αυτός με εντυπωσίασε γιατί ήταν ο μόνος που δεν είχε διαφανές σώμα. Εγώ νομίζω ότι δεν είχε πεθάνει. Ήταν ο μόνος που ένοιωθε καλά εκεί μέσα και δεν βασανιζόταν και τραγουδούσε. Αλλά που και που τον έπιανε μιά κατάθλιψη. Πρέπει όμως νά πώ ότι τον Χίτλερ τον είδα στο δωμάτιο με τον λαβύρινθο όμως δεν ήταν μόνο αυτός, ήταν και άλλοι άγνωστοι. Μέσα στους άγνωστους βρισκόταν και παπάδες. Μετά ο συνοδός μου μου έδειχνε και συγχρόνως μου εξηγούσε όλες τις διαφορετικές κατηγορίες των ανθρώπων που βασανίζονταν στά δωμάτια του μαύρου σπιτιού που αν τις έγραφα όλες θά γέμιζα βιβλία. Μερικές που με κάναν εντύπωση όμως είναι των σατανιστών, των ροκάδων, των ομοφυλοφίλων, των παπάδων, των ανθρώπων που αρνήθηκαν τον Χριστό, των ανθρώπων που έκαναν λίγο από όλες τις αμαρτίες, των μοναχών και πάρα πολλών άλλων. Στο τελευταίο δωμάτιο υπήρχε ένας θρόνος, που στά μπράτσα του και ήταν σκαλισμένοι δύο δράκοι. Από το στόμα των δράκων έβγαιναν φωτιές. Πάνω στον θρόνο καθόταν ένας πανύψηλος, φοβερός δράκος. Το σώμα του ήτανε κόκκινο, γεμάτο αγκάθια. Είχε και μία χοντρή μαύρη ουρά που κατέληγε σε μιά φλόγινη φούντα. Στά πόδια και στά χέρια του είχε μακρυά, μυτερά βρώμικα νύχια. Πίσω στην πλάτη είχε δύο μεγάλα φτερά νυχτερίδας. Στο κεφάλι του είχε δύο γυριστά κέρατα, σουβλερά δόντια και κόκκινα μάτια. Στο κεφάλι του φορούσε μιά μαύρη κορώνα, που έμοιαζε με τριγωνάκια και δεν μπορούσα νά την περιγράψω. Προσπαθήσαμε με τον πατέρα μου νά την ζωγραφίσουμε. Κάπου μετά από αρκετά σχήματα αναγνώρισα το σχήμα της κορώνας. Ο πατέρας μου μου είπε πως αυτό το σχήμα λέγεται “πεντάλφα”. Στο κέντρο αυτής της κορώνας που έμοιαζε με πεντάλφα ήταν η εικόνα του δράκου που καθότανε στον θρόνο. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα χρυσό σκήπτρο που στην κορυφή του είχε ένα κεφάλι δράκου. Το στόμα του ήταν ανοιχτό και είχε τέσσερα σουβλερά δόντια που κρατούσαν μία πράσινη μπάλλα. Γύρω του τον περιτριγύριζαν αμέτρητα δρακουλάκια που έπαιρναν διάφορες εντολές που αν δεν τις έκαναν έπαιρναν τιμωρίες και αν τις έκαμναν σωστά, τις εντολές, τους έδινε λίγο από το πολύ χρυσάφι που είχε σε ένα άλλο δωμάτιό, δίπλα του, σάν ανταμοιβή. Αλλά ο δράκος έκρυβε και εκείνος έναν δικό του θησαυρό, πίσω από τον θρόνο του, που ήταν από βρώμικα πράγματα, γλίτσες, ακαθαρσίες και τέτοια. Καθώς προχωρούσαμε είδαμε μπροστά μας έναν άνθρωπο που μου είπε: ” Έλα μαζί μου, νά σε πάω σε ένα πολύ ωραίο μέρος με πολύ χρυσάφι · θά χαρής πολύ.” Εγώ, έτσι από περιέργεια, ήθελα νά πάω μά εκείνη την στιγμή ο συνοδός μου μου είπε:” Εάν θέλης, πήγαινε μέσα”. Εγώ τελικά αποφάσισα νά πάω μά όταν άνοιξα μιά πόρτα γιά νά πάω, το χέρι δεν ήταν άλλο στον ώμο μου και ο συνοδος μου δεν με συνόδευε πιά. Καθώς προχωρούσαμε και πλησιάζαμε στην πόρτα που θά μου έδειχνε το όμορφο μέρος, αυτός ο άνθρωπος μεταμορφώνονταν σε δράκο. Εγώ άρχισα νά φοβάμαι.
Ξαφνικά όμως είδα μιά πόρτα μπροστά μου και μπροστά της στεκόταν ένας άγγελος που είχε πολύ αυστηρό βλέμμα και φορούσε έναν γκρί χιτώνα και μία πανοπλία και στο χέρι του κρατούσε ένα μαστίγιο. Εκείνος τότε μου είπε: “Μή τον ακούς, αυτός είναι ψεύτης”. Μετά έρριξε το βλέμμα του πάνω στον δράκο και είπε: ” Έλα εδώ ρέ και πάνε μέσα, μην αρχίσω αυτό που ξέρεις”. Εκείνη την στιγμή το δρακουλάκι πήγε μέσα στην πόρτα, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Μετά ο αυστηρός άγγελος μου έρριξε μιά άγρια ματιά και έφυγε μέσα από την πόρτα. Μετά από αυτό που έγινε φύγαμε από το μαύρο σπίτι και πήγαμε στο χρυσό σπίτι. Αυτό ήταν πιό μικρό από το άλλο σπίτι. Τα κεραμίδια του ήταν από διαμάντι και τά παράθυρά του από ένα άλλο πράγμα που δεν υπάρχει στη γή. Σε αυτό το σπίτι τά δωμάτια δεν τά έβλεπα από έξω αλλά από μέσα. Μόλις μπήκαμε μέσα μύρισε θυμίαμα από τους αγγέλους που θυμιάτιζαν. Η μυρωδιά μύριζε τόσο ωραία, που δεν μπορώ νά την περιγράψω. Μέσα σ’ αυτό το σπίτι έμεναν πιό λίγοι άνθρωποι από το μαύρο. Τότε ο συνοδός μου, είπε: ” Πρόσεξε καλά αυτά που βλέπεις”. Αμέσως ένοιωσα το μυαλό μου νά ξέρη πιό πολλά πράγματα. Τά δωμάτια ήταν πιό μεγάλα από το μαύρο σπίτι. Όλα ήταν λευκά και παντού υπήρχε λίγο χρυσάφι, λίγο ασήμι, λίγο διαμάντι και άλλα πολύτιμα πράγματα και όλα ήταν τόσα πολλά που οι άνθρωποι τά είχαν γιά πισίνες νά κολυμπούν σ’ αυτά. Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί ήταν τρισευτυχισμένοι. Όλοι είχαν την ίδια ηλικία, δεν υπήρχαν γέροι και παιδιά· άλλοι όμως έλαμπαν πιό πολύ, άλλοι πιό λίγο κτλ.
Σέ ένα δωμάτιο που μπήκα είχε μιά τεράστια τραπεζαρία με στολισμένα φαγητά. Ύστερα μπήκα σε ένα άλλο δωμάτιο, που εγώ το ονόμασα “δωμάτιο της χαράς”. Γιατί είδα έναν ιερέα νά χοροπηδάει από την χαρά του. Και έτσι όποιος έμπαινε μέσα τρελλαινόταν από χαρά. Το επόμενο δωμάτιο ήταν ένα που είχε όλα τά φυτά της φύσης. Εγώ έκοψα ένα λουλούδι και το μύρισα. Επίσης όταν τά αφήνεις κάτω, εκείνα ξαναφυτρώνουνε. Το δωμάτιο που πήγαμε μετά είχε όλα τά ζώα του κόσμου και μπορούσες νά μιλήσης μαζί τους και δεν ήταν άγρια. Το άλλο δωμάτιο είχε ένα ποτάμι λάβας που όταν την έπιανες δεν καιγόσουν. Εγώ έπιασα λίγο και ήταν σάν ζελές. Το διπλανό δωμάτιο ήταν κι’ αυτό με ένα ποτάμι μά μόλις έπιασα το νερό , εκείνο έγινε στερεό. Στο άλλο δωμάτιο υπήρχαν πολλά μά και όμορφα έπιπλα που δεν περιγράφονται γιατί δεν υπάρχουν τέτοια εδώ. Στο προτελευταίο δωμάτιο που πήγα ήταν μεγάλο με ξύλινες καρέκλες όπου καθόταν άνθρωποι που ακούγανε και λέγανε ψαλμούς. Αυτούς τους διηύθυναν οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Μάλιστα άκουσα γιά λίγο, και ήταν τόσο ωραία που δεν συγκρίνεται με όλους τους ψαλμούς του κόσμου. Είχα την εντύπωση ότι αυτό το δωμάτιο ήταν δωμάτιο συγκέντρωσης όλων των Αγίων του Θεού, των γνωστών και αγνώστων, των κληρικών, λαϊκών και μοναχών. Όμως ο κάθε Άγιος δεν μπορούσε νά καθήση όπου ήθελε. Καθόντουσαν ανάλογα με το αξίωμα. Όσο μεγαλύτερος ήταν ο Άγιος, τόσο πιό μπροστά καθόταν. Έτσι όπως περνούσε η ώρα μέσα στην αίθουσα, άρχισα νά αναγνωρίζω μερικούς Αγίους που έχουμε τις εικόνες τους στο σπίτι μας. Άλλους τους γνώριζα από διαίσθηση, άλλους μου τους σύστησε ο συνοδός μου. Μερικούς από αυτούς που είδα ήταν : ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος, ο άγιος Φανούριος, οι άγιοι Ανάργυροι, οι Άγιοι από την Μονή Χοζεβά, η αγία Παρασκευή, η αγία Ειρήνη, ο άγιος Ραφαήλ και ο άγιος Νικόλαος, ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος που καθόταν στην πρώτη θέση μαζί με τον Άγιο Παίσιο, η αγία Άννα και ο άγιος Ιωακείμ, ο άγιος Ονούφριος, που είχε τά πιό όμορφα ρούχα, ο Απόστολος Παύλος, η οσία Μαρία η Αιγυπτία, η αγία Μαρία η Μαγδαληνή, η αγία Αγνή, η Αγία Αγάθη, η αγία Πελαγία Ιβάνοβνα, η διά χριστόν Σαλή, ο Προφήτης Ηλίας, ο Προφήτης Ιωνάς, η αγία Φιλοθέη, η αγία Ευθυμία. Έτσι όπως ήταν η σκηνή, στην δεξιά μεριά, υπήρχε άδειος χώρος και εκεί είχε μία καρέκλα όπου καθόταν ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Όλοι μέσα στο χρυσό σπίτι είχαν άυλο σώμα και όμορφη κορμοστασιά, εκτός από έναν που ήταν σκυφτός και δεν είχε άυλο σώμα. Το σώμα του ήταν κάπως ταλαιπωρημένο αλλά παρ’ όλ’ αυτά ήταν πολύ λαμπερό. Ήμουν όμως περίεργος νά μάθω ποιός Άγιος ήταν αυτός. Εκείνη την στιγμή ο συνοδός μου μου είπε πως αυτός ήταν ο Προφήτης Ενώχ. Στο τέλος ο συνοδός μου μου έδειξε και άλλους Αγίους, που δεν θυμάμαι. Ύστερα μου έδειξε και τις κατηγορίες των ανθρώπων που ζούσαν στο χρυσό σπίτι. Αυτές που μου έκαναν εντύπωση ήταν των ταπεινών, των ελεημόνων, των ανθρώπων, που άφησαν τά πάντα γιά χάρη του Χριστού, των ανθρώπων που έκαναν τους τρελλούς γιά χάρη του Χριστού, των μοναχών, των ιερέων, των Αρχιμανδριτών, των Μαρτύρων καί των ανθρώπων που πέθαναν γιά την πατρίδα τους.
Σέ όλα τά δωμάτια που είδα, αλλά και στά άλλα που δεν είδα, ο Χριστός έβαζε τους ανθρώπους μέσα σ’αυτά, ανάλογα με το τι τους άρεζε πιό πολύ. Στο τελευταίο δωμάτιο που πήγα είδα έναν μεγάλο θρόνο που εκεί καθόταν ο Χριστός και μόλις τον είδα χάρηκα τόσο, που δεν ήθελα νά φύγω από εκεί. Ο θρόνος του ήταν ολόχρυσος και είχε πολύτιμα πετράδια και άλλα όμορφα στολίδια που δεν μπορώ νά περιγράψω. Κάτω από τά πόδια του υπήρχε ένα σκαμνάκι και ήταν σκαλισμένοι δύο δράκοι, όχι όμως σάν τους δράκους του μαύρου σπιτιού. Στά μπράτσα του θρόνου ήταν σκαλισμένα το κεφάλι ενός λιονταριού, στην αριστερή πλευρά και το κεφάλι ενός αετού, στην δεξιά πλευρά.. Εκεί που ακουμπούσε η πλάτη του από την μιά μεριά, την αριστερή ήταν σκαλισμένος ένας ταύρος και στην άλλη μεριά, την δεξιά ένας Άγγελος. Ο Χριστός φορούσε έναν λαμπρό άσπρο χιτώνα, από πάνω έναν άλλο, πιό χοντρό χρυσό χιτώνα, και φορούσε ένα άσπρο πράγμα σάν κασκόλ με μπλέ σταυρουδάκια. Επίσης φορούσε πολύ όμορφα σανδάλια και μιά παράξενη κορώνα . Ήταν τόσο ωραία που δεν μπορώ νά την περιγράψω. Στο κέντρο είχε ασήμι και όλο το άλλο ήταν χρυσό και στολισμένο με πολύτιμα πετράδια και άλλα στολίδια που δεν τά γνωρίζω όλα. Τά μαλλιά του είχαν ένα καφέ σκούρο χρώμα και τά είχε πλεγμένα πρός τά πίσω. Το πρόσωπό του ήταν πεντακάθαρο χωρίς κανένα σημαδάκι. Επίσης ο Χριστός ήταν πολύ όμορφος και λαμπερός, σάν τον ήλιο, αλλά δεν θαμπωνόσουν όταν τον κοίταζες. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα σκήπτρο και είχε πάνω – πάνω ένα μεγάλο στρογγυλό διαμάντι. Μετά ακολουθούσε ένας δράκος αλλά πολύ διαφορετικός από αυτόν του μαύρου σπιτιού. Το στόμα του δράκου ήταν ανοιχτό και κρατούσε μία διαφανή γαλάζια μπάλλα. Στο αριστερό του χέρι είχε ένα ανοιχτό γαλάζιο βιβλίο. Εγώ νομίζω πως ήταν το Ευαγγέλιο. Γύρω από τον θρόνο του ήταν άπειροι Άγγελοι που εκτελούσαν με χαρά τις διαταγές του. Από τις δύο μεριές του θρόνου του ήταν δύο Άγγελοι. Ο ένας από την μιά μεριά είχε πολλά μάτια και ο άλλος πολλά φτερά και κοιτούσαν συνέχεια τον Χριστό. Κανένας Άγγελος δεν έμοιαζε με άντρα ή με γυναίκα. Ύστερα ο Χριστός σηκώθηκε, άφησε το σκήπτρο του δίπλα στον θρόνο και με σταύρωσε, όπως κάνουν οι παπάδες και μου είπε: ” Χαίρε, παιδί μου!”. Τότε είδα δίπλα μου ένα μπαούλο, από αυτά που έχουν μέσα τους θησαυρούς, όμως δεν είχε καπάκι και έβλεπες τι είχε μέσα. Μέσα είχε ένα κόκκινο βελούδινο ύφασμα και πάνω του έγραφε με κεφαλαία γράμματα: “ΑΓΑΠΗ, ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ, ΟΥ ΚΑΚΙΑ. ΑΡΕΤΗ, ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥΣ. ΕΙ ΤΑΥΤΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΗΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ“. Στά δεξιά αυτού του μπαούλου είδα έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό που ήταν το μόνο πράγμα στο δωμάτιο αυτό, που δεν ήταν στολισμένο. Στο επάνω μέρος του σταυρού αυτού είχε μιά ταμπέλα που έγραφε: Ι.Χ.Β. Τότε μου ήρθε η πίστη πως αυτός ο σταυρός πρέπει νά ήταν ο Σταυρός που σταυρώθηκε ο Χριστός. Η χαρά που ένοιωθα λίγο πιό πρίν αμέσως δυνάμωσε πολύ. Μετά είδα τον Χριστό νά διαβάζη κάτι από το Ευαγγέλιο. Μετά σηκώθηκε, πήρε το σκήπτρο του, ήρθε ένα μέτρο κοντά μου και είπε: ” Παιδί μου, σ’ αυτή την ζωή θέλει αγάπη, ταπείνωση, ου κακία, αρετή, υπακοή στους μεγαλύτερους. Ει ταύτα ποιήσεις, Μεγαλειότητα”. Μόλις άκουσα την γλυκειά φωνή του Χριστού, η χαρά που είχα πρίν πολλαπλασιάστηκε. Μετά με ακούμπησε στον ώμο και συνοδεύοντάς με στην έξοδο ο Χριστός είπε στον συνοδό μου: “Νά το προσέχης αυτό το παιδί”. Μετά γύρισε σε μένα και μου είπε: Και εσύ νά προσέχης παιδί μου, γιατί ο κόσμος αυτός κρύβει πολλές παγίδες”. Αυτά είπε και έφυγε πρός τον διάδρομο ενώ εμείς περπατήσαμε σε άλλη κατεύθυνση.
Στό δρόμο ο συνοδός, μου επανέλαβε τά λόγια που μου είπε ο Χριστός . Όταν μου τά επανέλαβε, μου τά εξήγησε και τότε τά κατάλαβα καλύτερα. Αμέσως συναντήσαμε μπροστά μας μιά καλυβούλα που εκεί πέρα ήταν όλα απλά. Πάνω σε μιά ξύλινη καρέκλα καθόταν η Παναγία και έπλεκε κάτι αλλά δεν μπορούσα νά καταλάβω τι ήταν. Δίπλα της ήταν μία στάμνα και μιά παλιά βρύση από αυτές που τις κουνάς πάνω -κάτω και βγάζουν νερό. Που και που η Παναγία έπαιρνε ένα κρίνο και το μύριζε. Της Παναγίας δεν της άρεζαν τά πολύτιμα πράγματα γι’ αυτό ήταν όλα απλά εκεί μέσα. Το μόνο πολύτιμο ήταν η αστραφτερή ασγημένια φορεσιά της και έτσι ένοιωθε μεγάλη χαρά , πιό πολλή από αυτούς που είδα στο χρυσό σπίτι. Το πρόσωπό της έλαμπε σάν τον ήλιο, αλλά όχι τόσο, όσο του Χριστού. Στο κεφάλι της είχε ένα ασημένιο, φωτοστέφανο στολισμένο με πολλές πέτρες όπου από αυτό το φωτοστέφανο έβγαιναν χρυσές ακτίνες. Στην καλυβούλα της Παναγίας μπαινόβγαιναν πολλοί άνθρωποι και μιλούσαν. Όταν μπήκα και εγώ η Παναγία χαμογέλασε και μου είπε και αυτή: ” Χαίρε, παιδί μου!”. Ύστερα από λίγο ξύπνησα και είχα την αίσθηση ότι δεν έπρεπε νά φανερώσω ακόμη σε κανένα τίποτα γι’ όλ’ αυτά που είχα δεί. Το επόμενο βράδυ είδα πάλι το ίδιο όνειρο από την αρχή και είχα πάλι την ίδια αίσθηση και παραξενεύτηκα πάλι γι’ αυτό.
Τήν τρίτη μέρα ήταν Κυριακή και με τους γονείς μου πήγα σε ένα μοναστήρι. Ξαφνικά, εκεί που παρακολουθούσα την Θεία Λειτουργία εμφανίζονται πάνω στον τρούλο τά δύο σπίτια, το μαύρο αριστερά και το χρυσό δεξιά, με την μόνη διαφορά ότι ήταν άδεια. Δεν υπήρχαν μέσα άνθρωποι. Αμέσως μετά εμφανίζονται κάτι άσπρα φώτα που σιγά -σιγά έπαιρναν το σχήμα Αγγέλων. Οι Άγγελοι φορούσαν, άσπρους χιτώνες και ασπροκόκκινα σανδάλια με επικαλαμίδες. Όλοι ήταν λαμπεροί, άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγώτερο. Κοντά στην Ωραία Πύλη εμφανίστηκαν οι Άγγελοι με τά πολλά φτερά και τά πολλά μάτια. Μετά εμφανίστηκαν μαύρες σκιές που και αυτές σιγά -σιγά έπαιρναν το σχήμα διαφόρων τεράτων που είχα δεί μέσα στο μαύρο σπίτι. Ήταν δηλαδή διάβολοι. Αυτοί πήγαν αμέσως νά κάνουν ζημιές πάνω στις εικόνες και μέσα σε όλη την Εκκλησία γενικά. Οι πιό πολλοί προσπαθούσαν νά μπούν μέσα στο Ιερό αλλά οι Άγγελοι, ιδιαίτερα αυτοί με τά πολλά μάτια και τά πολλά φτερά, τους εμπόδιζαν. Μετά είδα πάνω σε μερικούς ανθρώπους νά στέκονται και Άγγελοι και διάβολοι. Στο τέλος είδα ανθρώπους που νά έχουν μόνο Αγγέλους ή μόνο διαβόλους . Στις καλόγριες είδα νά στέκονται Άγγελοι και διάβολοι, ενώ σε άλλες ήταν μόνο Άγγελοι. Σε τρείς μόνο οι Άγγελοι ήταν πιό λαμπεροί σε σύγκριση με τους άλλους. Στον Γέροντα είδα νά έχη γύρω του έξι Αγγέλους, που ήταν τόσο φωτεινοί όσο των τριών καλογριών. Τους άνθρώπους που είχαν μόνο διαβόλους τους ψιθύριζαν μέσα στο αυτί διάφορα κακά πράγματα νά τά σκέφτονται ή νά τά κάνουν.
Παράδειγμα: άκουσα έναν διάβολο νά λέει σ’ έναν άνθρωπο: ” Ώχ μωρέ, βγές τώρα λίγο έξω, γιατί έχει πολύ ζέστη”. Άλλος πάλι διάβολος ψιθύριζε σε έναν άλλον άνθρωπο που πιό μπροστά είχε βγή έξω και όταν γύρισε βρήκε την καρέκλα του πιασμένη: “Καλά, τι θέλει τώρα αυτός και κάθεται στην θέση μου, δεν ξέρει ότι εδώ καθόμουν εγώ;” Άλλος διάβολος άκουσα νά λέει σε έναν άνθρωπο: ” Αμάν, αυτός ο παπάς, δεν μπορεί νά βάζη μικρότερα κομμάτια ψωμί μέσα; …παρά λίγο νά πνιγώ”. Σε άλλον έλεγε, όταν γινόταν η Μικρή ή η Μεγάλη Είσοδος: “Μήν στρέφεσαι πρός τον παπά, γιατί από το γύρω -γύρω θά ζαλιστής, θά πέσης κάτω και θά γίνης ρεζίλι” και άλλα τέτοια πολλά λέγανε στους ανθρώπους οι διάβολοι. Οι άνθρωποι που είχανε μόνο τους Αγγέλους, τους έλεγαν οι Άγγελοι νά σκέφτονται και νά κάνουν διάφορα καλά πράγματα. Παράδειγμα: άκουσα νά λέει ένας άγγελος σε έναν άνθρωπο: “Κοίταξε αυτόν τον παππού που δεν έχει νά καθίση. Εάν θέλης δώσε του την θέση σου νά καθίση, κάτι είναι κι’ αυτό”. Το ίδιο έλεγαν και σε άλλους γιά μικρά παιδάκια που ήταν όρθια. Άλλος άγγελος έλεγε σε μιά γυναίκα που πιό μπροστά την μιλούσε μιά άλλη: ” Εάν θέλης νά μην την απαντάς, γιατί δεν είναι σωστό νά μιλάμε μέσα στην Εκκλησία”. Σε άλλους ανθρώπους τους πρότειναν νά έχουν καλές σκέψεις, όπως παράδειγμα νά σκέφτονται τον Παράδεισο, την Εκκλησία και άλλα. Στους ανθρώπους που είχαν Άγγελο και διάβολο , από την μιά μεριά ο διάβολος έλεγε νά κάνουν κακά πράγματα και απ’ την άλλη ο Άγγελος τους έλεγε νά κάνουν καλά. Σε όλες τις περιπτώσεις οι διάβολοι προσπαθούσαν νά κάνουν το δικό τους με το ζόρι, ενώ οι άγγελοι λέγανε πάντοτε “Εάν θέλεις”.
Ενώ αυτά συνεχίζονταν, εγώ άλλοτε φοβόμουν, άλλοτε χαιρόμουν και άλλοτε αισθανόμουν παράξενα. Γι’ αυτό θέλησα νά πώ αυτά που έβλεπα εκείνη την στιγμή στον πατέρα μου, αλλά δεν πρόλαβα γιατί αμέσως με πλησίασε ένας άγγελος και μου έκανε νόημα με το χέρι του νά σταματήσω. Μετά σχημάτισε με τά δυό του χέρια το σχήμα μιάς καρδιάς, με σταύρωσε και απομακρύνθηκε. Αμέσως μετά είδα μέσα στο Ιερό, επάνω στην Αγία Τράπεζα, κάτι το πολύ φωτεινό και σιγά – σιγά διέκρινα ότι ήτανε ένα μωράκι. Μαζεύτηκαν πολλοί Άγγελοι τριγύρω του και είδα έναν Άγγελο νά παίρνει ένα μαχαίρι και νά κόβη ένα μικρό κομματάκι από το μωράκι. Μετά έδωσε το μαχαίρι σε άλλον Άγγελο και έκοψε και αυτός ένα κομματάκι και αυτό συνεχιζόταν μέχρι νά κοπή το μωράκι σε πολλά μικρά κομματάκια. Επειδή έβλεπα την πλάτη του Ιερέα, δεν μπορούσα νά δώ καθαρά αν έκοβε και εκείνος. Πάντως κατάλαβα ότι κάτι έκανε με τά χέρια του και ότι έκοβε κι’ εκείνος κομματάκια από το μωράκι. Παρόλο που το μωράκι έγινε κομματάκια, εγώ ούτε φοβήθηκα αλλά ούτε και στενοχωρέθηκα. Μετά είδα τον Ιερέα νά παίρνει τά κομματάκια και νά τά βάζη μέσα στο Δισκοπότηρο. Τά κομματάκια αυτά δεν στάζανε αίμα αλλά ίσα -ίσα που είχανε πάνω τους το αίμα, χωρίς νά στάζη. Μετά είδα γιά λίγο ακόμη τους Αγγέλους και τους διαβόλους, ώσπου ήρθε ένα σύννεφο και χάθηκαν όλοι εκεί μέσα, έτσι πλέον έβλεπα κανονικά την Εκκλησία. Πρός το τέλος της οπτασίας μου ήρθε η αίσθηση ότι αυτά που έζησα έπρεπε νά τά μάθη πολύς κόσμος.
Γ. Κ., τότε 9,5 ετών, τον Απρίλιο του έτους 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.