τοῦ πατρός Δημητρίου Μπόκου

«Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον» (Ματθ. 2, 13)

Ἔκοψε τὸ γρήγορο τρεχαλητό του, καθὼς στὸ ἐξασκημένο αὐτί του ἔφτασε χαρούμενο μουρμουρητὸ τρεχούμενου νεροῦ. Χώθηκε στὰ χαμόκλαδα ἀναζητώντας μὲ λαχτάρα τὴν πηγή.

Ἤπιε λαίμαργα, βρέχοντας ἡδονικὰ τὰ φλογισμένα χείλη του. Γέμισε τὸ ἁπλόχερό του καὶ ἔριξε τὸ δροσερὸ νερὸ στὸ κάθιδρο, ξα-ναμμένο πρόσωπό του, ἐνῶ τὸ βλέμμα του ἀγριεμένο δὲν ἔπαυε στιγμὴ νὰ στρέφεται πίσω ἐρευνώντας ἐπίμονα. Πῶς ἔγινε νὰ ξεφυτρώσουν ξαφνικὰ στὴν περιοχή του τόσοι στρατιῶτες;

Ἦταν γνωστὸς κακοποιὸς καὶ ἐπικηρυγμένος βέβαια. Ποτέ του δὲν ἡσύχαζε. Μὰ ἀπόφευγε πάντα τὶς κακοτοπιὲς καὶ τὰ κατάφερνε πολὺ καλὰ νὰ ξεγλιστρᾶ στὰ ἐπικίνδυνα συναπαντήματα. Ἀπὸ τὸν φόβο τῆς καταδίωξης ὁ ὕπνος του δὲν ἦταν ποτὲ ἤρεμος, βαθύς, εἰρηνικός. Ἢ μήπως νά ’ταν τὰ μαστιγώματα τῆς βαρυφορτωμένης του συνείδησης, ποὺ δὲν τὸν ἄφηναν λεπτὸ νὰ ἡσυχάσει;

Μὰ τί ὡστόσο ἄλλαξε κι ὁλόκληρος στρατὸς ἐρχόταν καταπάνω του; Δὲν τοῦ εἶχε ξανασυμβεῖ νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τόσο πλῆθος. Ἀπὸ ὅσο ἤξερε, βρισκόταν μὲς στὴ σφαίρα ἐπιρροῆς τοῦ ἀνελέητου Ἡρώδη. Δικό του σχέδιο θὰ ἦταν σίγουρα καὶ τούτη ἡ ἐπιχείρηση. Τὸν τύλιξε βαθειὰ ἀνησυχία. Βάλθηκαν μήπως νὰ τελειώνουν μιὰ καὶ καλὴ μαζί του;

Ξαναπῆρε μὲ βιάση τὸν ἀνήφορο, φροντίζοντας νὰ κρύβεται καλὰ στοὺς θάμνους καὶ τὰ βράχια. Στὴ βάση τοῦ λοφίσκου χαμηλά, ἀσπίδες, κράνη καὶ σπαθιὰ ἄστραφταν στὸν μεσημεριάτικο ἥλιο. Ἡ φάλαγγα τῶν διωκτῶν συνέχιζε ἀκάθεκτη. Μὰ πῶς ἔγινε μιὰ τέτοια ἀνατροπή;

Ἐρχόταν νὰ ληστέψει τὸ μικρὸ χωριό. Ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῆς περιοχῆς. Ὁ φοβερὸς ληστὴς ποὺ ἔτρεμαν οἱ πάντες στὸ ἄκουσμά του. Ποὺ δὲν ἤξερε τί θὰ πεῖ ἔλεος γιὰ τὰ θύματά του. Καὶ νὰ ποὺ τώρα βρίσκεται κυνηγημένος ἀναπάντεχα, μὲ ὁλόκληρο στράτευμα νὰ ἐπελαύνει πίσω του. Ἦταν τὸ τελευταῖο ποὺ περίμενε νὰ συναντήσει ἐδῶ. Ἀπὸ διώκτης νὰ βρεθεῖ διωκόμενος. Ἀπὸ θηρευτὴς θήραμα. Μὰ πῶς βρέθηκαν ξοπίσω του; Πῶς τὸν ἐντόπισαν, τὴ στιγμὴ ποὺ φρόντιζε προσεκτικὰ νὰ μὴν ἀφήνει ἴχνη πουθενά;

Δρασκέλισε τὴν κορφὴ τοῦ λόφου καὶ λοξοδρόμησε γιὰ νὰ παρακάμψει τὸ χωριὸ ποὺ ἁπλωνόταν στὴν πλαγιά. Στρέφοντας πίσω του ξανά, εἶδε τοὺς στρατιῶτες νὰ κατηφορίζουν καὶ νὰ σκορπίζουν στοὺς δρόμους τοῦ οἰκισμοῦ. Δὲν τὸν πῆραν εἴδηση. Κρύφτηκε πίσω ἀπ’ τὸν μεγαλύτερο βράχο καὶ σκαρφάλωσε προσεκτικὰ στὴν κορφή του. Ἀπὸ ἐκεῖ, χωρὶς νὰ φαίνεται, εἶχε τὴν πλήρη ἐποπτεία τῆς μικρῆς κοιλάδας.

Θὰ τὸν ἔψαχναν τώρα ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι. Θὰ ἔπαιρνε λιγάκι χρόνο αὐτό. Μποροῦσε νὰ ἀνασάνει μιὰ στιγμή. Ἡ πανοπλία του τὸν βάραινε. Ἔγειρε στὴ σκιὰ τοῦ βράχου γιὰ μιὰ λιγόλεπτη ἀνάπαυση. Μὰ σχεδὸν ἀμέσως δυνατὲς φωνὲς ἀκούστηκαν ἀπ’ τὸ χωριό. Γυναικεῖες κραυγὲς καὶ κλάματα παιδιῶν ἔσμιξαν μὲ ἄγριες ἀντρικὲς φωνές. Θρῆνοι γοεροὶ ὑψώθηκαν τελικὰ ἀπὸ παντοῦ, πνίγοντας σιγά-σιγὰ ἀνάμεσά τους κάθε ἄλλη ὀχλοβοή.

Τινάχτηκε ἀπορημένος ὁ ληστής, σκαρφάλωσε στοῦ βράχου τὴν κορφὴ ξανά. Μὰ σὰν ἀντίκρυσε τὸ θέαμα μπροστά του, ἔμεινε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό. Τί ἦταν πάλι τοῦτο; Ἀπ’ ὅλες τὶς γωνιὲς πετάγονταν τρέχοντας μὲ τὰ μωρὰ στὴν ἀγκαλιὰ τρομαγμένες μητέρες. Πίσω τους στρατιῶτες μὲ γυμνὰ σπαθιὰ τὶς κυνηγοῦσαν. Κι ὅταν τὶς ἔφταναν, ἀντὶ γι’ αὐτές, ἅρπαζαν καὶ σκότωναν τὰ νήπια. Μὰ αὐτὸ κι ἂν ἦταν ἀπίστευτο! Ἀπὸ πότε τὰ βρέφη ἔγιναν ἀπειλὴ γιὰ τὸν Ἡρώδη; Ποιὰ ἐπιβουλὴ διέβλεπε σ’ αὐτὰ γιὰ τὴν ἐξουσία του; Ποιὸν ἐπικίνδυνο «ὕποπτο» καταζητοῦσε ἀνάμεσά τους; Κάποιον ἴσως μελλοντικὸ βασιλιά; Ἀντὶ νὰ βρεῖ ἐξήγηση ὁ ληστής, μπερδεύτηκε περισσότερο. Τὸ μόνο ποὺ κατάλαβε ἦταν πὼς ἡ τόση ἐκστρατεία στόχευε τελικὰ ἀλλοῦ. Δὲν ἦταν αὐτὸς στὸ στόχαστρο. Προσωρινὰ τουλάχιστον, μποροῦσε νὰ χαλαρώσει.

Ἀπ’ τὴν κρυψώνα του παρακολουθοῦσε μὲ ἀσφάλεια τὴν ἐξέλιξη. Καὶ νά! Ἐρχόταν τώρα πρὸς τὸ μέρος του, τρικλίζοντας μᾶλλον παρὰ τρέχοντας, μιὰ ἔξαλλη μητέρα, μὲ τὸ βρέφος της στὴν ἀγκαλιά της. Μὰ ἡ γριὰ Ἐλισάβετ εἶχε μετρημένες τὶς δυνάμεις της. Οἱ στρατιῶτες τὴν πλησίαζαν μὲ γρηγοράδα. Κι ἐρχόντουσαν ἴσια καταπάνω του. Ὁ ληστὴς τὰ χρειάστηκε. Πήδηξε κάτω, πίσω ἀπὸ τὸν βράχο κι ἔτρεξε γοργὰ πρὸς τὸ πλάι, δρασκελίζοντας σκυφτὰ πέτρες καὶ χαμόκλαδα, νὰ βγεῖ ἀπ’ τὴν ἀκτίνα καταδίωξης.

Μὰ καθὼς ἔβλεπε τοὺς στρατιῶτες νὰ πλησιάζουν ἐπικίνδυνα τὴν ἄτυχη μάνα, κάτι σάλεψε μέσα του. Ἅρπαξε ἀστραπιαῖα τὸ τόξο του, πέρασε γρήγορα ἕνα βέλος καὶ σημάδεψε. Μὰ στὴ στιγμὴ τὸ χα-μήλωσε. Τί πήγαινε νὰ κάνει; Τί ἐλπίδες μποροῦσε νὰ ἔχει ἀπέναντι σὲ τόσους στρατιῶτες; Θά ’ταν σίγουρα αὐτοκτονία ν’ ἀναμετρηθεῖ μὲ τόσο στράτευμα. Τὸ μόνο ποὺ θὰ κατάφερνε θὰ ἦταν νὰ προδώσει τὴ θέση του. Ἐλεεινολόγησε τὸν ἑαυτό του. Τί τὸν ἔπιασε τώρα; Αὐτός, ὁ φοβερὸς λήσταρχος ποὺ ἔφαγε κόσμο καὶ κοσμάκη δίχως ἔλεος, νὰ προδοθεῖ ἔτσι, στὰ καλὰ καθούμενα, ἀπὸ ἀνόητα αἰσθήματα!

-Τά ’χω χάσει γιὰ τὰ καλά! μουρμούρισε ταραγμένος, βρίζοντας μὲ θυμὸ τὸν ἑαυτό του.

Μὰ ὅ,τι ἀκολούθησε τὸν τάραξε ἀκόμα περισσότερο. Ὁ πρῶτος στρατιώτης εἶχε φτάσει σχεδὸν τὴν ταλαίπωρη γραία, ποὺ σερνόταν ἀποκαμωμένη ἀπὸ τὸν τρόμο καὶ τὴν κόπωση. Ὁ βράχος ποὺ προ-στάτευε νωρίτερα τὸν ληστή, ὑψωνόταν βουνὸ μπροστά της καὶ τῆς ἔκοβε τὸν δρόμο. Ὁ στρατιώτης ἀμείλικτος ἅπλωσε τὸ στιβαρὸ χέρι του νὰ ἀποσπάσει τὸ τρυφερὸ βρέφος ἀπὸ τὴ μητρικὴ ἀγκαλιά. Στὸ ἄλλο χέρι του ἔσταζε γυμνὸ τὸ ματωμένο ξίφος του. Ἦταν φανερὸ τὸ τί θὰ ἐπακολουθοῦσε. Τὴν ὕστατη ἐκείνη στιγμὴ ἡ τραγικὴ μάνα ὕψωσε χέρια καὶ μάτια ψηλὰ καὶ ἔκραξε γεμάτη ἀγωνία:
-Σῶσε μας, Κύριε! Ἔδωσες ὑπόσχεση γι’ αὐτὸ τὸ παιδί!

Ὁ τεράστιος βράχος ποὺ ἔφραζε τὸν δρόμο της, ἄνοιξε αὐτοστιγμεὶ στὰ δυό. Μάνα καὶ γιὸς βρέθηκαν στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὰ δυό του κομμάτια ξανάκλεισαν ἀκαριαῖα. Ὁ στρατιώτης ἐμβρόντητος ἔβγαλε δυνατὴ κραυγὴ τρόμου καὶ ἔκαμε ἅλμα πρὸς τὰ πίσω, σὰν νὰ τὸν ἔσπρωξε ἀόρατη δύναμη. Κοκκάλωσε στὸν τόπο του κι ἔμεινε νὰ κοιτάζει ἐνεός, ἀδυνατώντας νὰ συλλάβει τὸ τί μόλις παίχτηκε μπροστά του.

Μὰ καὶ ὁ ληστὴς ἀναπήδησε καὶ τὰ μάτια του πετάχτηκαν ἀπὸ τὶς κόγχες τους. Μόνο ποὺ δὲν σάλεψαν τὰ λογικά του. Ἀκούσια στρατιώτης καὶ ληστής, ἔγιναν ταυτόχρονα αὐτόπτες μάρτυρες, ὅτι ὁ Ὕψιστος τὴν ἡμέρα ἐκείνη «ἐπορεύθη εἰς τὴν ὀρεινὴν μετὰ σπουδῆς, εἰς πόλιν Ἰούδα» καὶ ἦλθε «βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς εἰς σωτηρίαν» τοῦ ἀδύναμου βρέφους. Ὑπακούοντας στὴν ἐντολὴ Ἐκείνου ποὺ εἶχε τὴ δύναμη νὰ «ὁπλοποιήσει τὴν κτίσιν εἰς ἄμυναν ἐχθρῶν», ὁ σκληρὸς γρανίτης θὰ προστάτευε τὸ εὔθραυστο βρέφος. Γιατὶ τὸ βρέφος τῆς Ἐλισάβετ μόνο τυχαῖο δὲν ἦταν. Εἶχε ἀποστολή. Ἦταν ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Κυρίου πρόδρομος.

Ὁ Ἡρώδης δὲν ἄργησε νὰ λάβει ἀναφορὰ γιὰ τὰ γενόμενα. Κα-τάλαβε πὼς τὸ θεόσωστο ἐκεῖνο βρέφος δὲν ἦταν σὰν τὰ ὑπόλοιπα. Σχετιζόταν σίγουρα μὲ ὅ,τι τόσο ἔντονα ἀπασχολοῦσε τὸν ἴδιο. Νὰ ἦταν ἄραγε ὁ «καταζητούμενός» του; Ὁ μελλοντικὸς βασιλιάς; Ἢ μήπως ὁ κρίκος ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε σ’ αὐτόν; Ἀναζήτησε ἀμέσως τὸν πατέρα του. Ὁ γηραιὸς προφήτης Ζαχαρίας ἐκτελοῦσε στὸν ναὸ τοῦ Ὑψίστου τὴν τάξη «τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Θεοῦ». Οἱ στρατιῶτες ζήτησαν νὰ τοὺς ἀποκαλύψει ποῦ βρίσκεται κρυμμένος ὁ γιός του. Ὅμως ἐκεῖνος ἀπάντησε πὼς δὲν γνώριζε κάτι, ἀφοῦ δὲν βρισκόταν «εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, …ἐν τῇ ὀρεινῇ τῆς Ἰουδαίας», ἀλλὰ στὰ Ἱεροσόλυμα περιμένοντας νὰ συμπληρωθοῦν «αἱ ἡμέραι τῆς λει-τουργίας αὐτοῦ». Μὰ ἡ ἀπάνθρωπη καχυποψία τοῦ Ἡρώδη δὲν κάμφθηκε. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ σφαγιασθεῖ ὁ προφήτης, πράγμα ποὺ ἔγινε ἀμέσως ἐκεῖ, στὸν ἅγιο τόπο τοῦ θείου θυσιαστηρίου. Ὁ Ζαχαρίας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν μικρό του γιό, εἶχε ἐπιτελέσει τὴν ἀποστολή του. Εἶχε φτάσει στὸ τέλος τοῦ δρόμου του.

Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἔφεραν τὴν ἁγία του ψυχὴ ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Βασιλέως τοῦ μεγάλου, τῆς ἔδωσαν θέση «ὑποκάτω τοῦ θυσιαστηρίου». Ἐκεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς ὅλων «τῶν ἐσφαγμένων διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ ἀρνίου», ντυμένες λευκὲς στολές, ἀναπαύονται καὶ περιμένουν «ἔτι χρόνον μικρόν, ἕως πληρώσωσι καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ μέλλοντες ἀποκτέννεσθαι ὡς καὶ αὐτοί». Μάζεψαν εὐλαβικὰ τὸ αἷμα του καὶ τὸ ἔσμιξαν, μέσα σὲ ὁλόχρυση φιάλη, μὲ τὸ «αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν», ὥστε ἐνώπιον «τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου» νὰ βρίσκεται διαρκῶς «πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου, υἱοῦ Βαραχίου», ποὺ μόλις εἶχε ἄδικα φονευτεῖ «μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου».

Τὰ ἀπρόσμενα γεγονότα συντάραξαν καὶ ἔριξαν σὲ βαθειὰ συλλογὴ τὸν ληστή. Γιατί τόσο μένος ἀπέναντι στὰ ἄκακα βρέφη; Ὅσο κι ἂν ἔξυσε μὲ ἀμηχανία τὸ κεφάλι του, τὸ ἁπλοϊκό του μυαλὸ δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ τὴν ἄκρη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔκρινε σωστὸ νὰ δείξει φρόνηση. Γιατί νὰ διακινδυνεύει σὲ μέρη τόσο ἐπικίνδυνα; Καλύτερα νὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἐπιρροῆς τοῦ στρατοῦ τοῦ Ἡρώδη. Καὶ ποῦ ἀλλοῦ θὰ εὕρισκε καλύτερη ἀσφάλεια καὶ ἡσυχία ἀπὸ τὶς ἀχανεῖς ἐρήμους τοῦ νότου, πρὸς Αἴγυπτο μεριά, ὅπου κάθε κατατρεγμένος εὕρισκε ἀπὸ αἰῶνες καταφύγιο!

Ἀκολουθώντας λοιπὸν τὴν πάγια πεπατημένη βρέθηκε νὰ πορεύεται κι αὐτὸς μέρες ἀργότερα «κατὰ μεσημβρίαν ἐπὶ τὴν ὁδὸν τὴν καταβαίνουσαν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Γάζαν». Στὶς ἔρημες καυτὲς περιοχὲς μὲ τὴν ἐλάχιστη βλάστηση, ἀκόμα καὶ γιὰ ἕναν ρωμαλέο ἄντρα σὰν αὐτόν, ἡ πορεία ἦταν πάντα ἐπίπονη. Μὰ ὡστόσο ἦταν τέλεια ἐξασκημένος στὴν κάθε κακουχία. Καὶ γνώριζε νὰ ἐφοδιάζεται καλὰ μὲ τὴν ἀπαιτούμενη ἐφεδρεία. Ὅσο γιὰ τοὺς κακοποιοὺς ποὺ καθ’ ὁδὸν ἐνέδρευαν, ὄντας φόβητρο αὐτός, ἁρματωμένος σὰν ἀστακός, τὸν φοβόντουσαν ἀντὶ νὰ τοὺς φοβᾶται. Δὲν περνοῦσε ἄλλωστε ἄγνωστα μέρη. Πολλὲς φορὲς εἶχε ἀναζητήσει καταφύγιο στὶς ἀφιλόξενες ἐκεῖνες ἐρημιές. Δὲν ἀνησυχοῦσε ἰδιαίτερα. Κανόνιζε τὴν πορεία του μὲ βάση τὶς λιγοστὲς μὰ τόσο ἀπαραίτητες πηγές, ποὺ γνώριζε καλὰ τὴ θέση τους.

Ὁ ἥλιος εἶχε ἀνεβεῖ ψηλὰ μεταβάλλοντας τὴν ἔρημο σὲ φλόγα, ὅταν ὁ ληστὴς ἀραξοβόλησε στὴν πρώτη δροσερὴ ὄαση. Μιὰ πράσινη συστάδα δέντρων ἔριχνε τὴν πολυπόθητη σκιά της γύρω ἀπὸ τὴν πηγή, ποὺ ἀνέβλυζε πλούσια καὶ ξαναχάριζε τὴ ζωογόνα φλέβα της στὴ διψασμένη γῆ. Δροσίστηκε, πλύθηκε, τίναξε τὴ σκόνη ποὺ εἶχε σκεπάσει τὰ ροῦχα καὶ τὴν πανοπλία του.

Ξεκουραζόταν ἀκόμα στὴν ἀπολαυστικὴ σκιά, ὅταν στὸ βάθος τοῦ δρόμου παρατήρησε κίνηση. Μιὰ συνοδεία πλησίαζε ἀργὰ μέσα στὴν πνικτικὴ λαύρα τῆς ἐρήμου. Κρύφτηκε γρήγορα στὴν πυκνὴ συ-στάδα καὶ παραμόνευε προσεκτικά. Ἡ συνοδεία, ἰδιαίτερα μικρὴ -ἕνας σεβάσμιος πρεσβύτης, ἕνας μεσόκοπος ἄντρας, ἕνα νεαρὸ κορίτσι πάνω σὲ γαϊδουράκι μὲ τὸ μωρό της ἀγκαλιά- ἦρθε κατ’ εὐθείαν καὶ πέζεψε στὴν πηγή. Ὁ ληστὴς τοὺς ζύγισε μὲ μιὰ καὶ μόνο ματιά. Ἦταν παιχνιδάκι γι’ αὐτὸν νὰ τοὺς βάλει στὸ χέρι του.

Ὁ μεσόκοπος, ποὺ τὸν φώναζαν Ἰάκωβο καὶ ἦταν ὁ μεγάλος γιὸς τοῦ πρεσβύτη, βοήθησε τὴ νεαρὴ μητέρα νὰ κατέβει. Ἔφερε νερὸ ἀπ’ τὴν πηγὴ καὶ τοὺς ἔδωσε νὰ πιοῦν, πότισε καὶ τὸ διψασμένο ζῶο. Ἄνοιξε τὸ σακούλι του καὶ ἔβγαλε τὶς λιγοστές τους προμήθειες.

– Ἐλᾶτε, πατέρα! εἶπε μόνο.

Ἔφαγαν τὸ λιτὸ φαγητό τους καὶ ἡ νεαρὴ μητέρα σηκώθηκε. Κα-τέβηκε στὴν πηγὴ καὶ ἔπλυνε τὰ σπάργανα τοῦ μωροῦ της. Τὰ ἅπλωσε παραπέρα σὲ μιὰ μεγάλη πέτρα, νὰ στεγνώσουν στὸν ἥλιο. Ὁ ληστὴς δὲν ἔχανε κίνηση. Ἑτοιμαζόταν γιὰ τὴν ἐξόρμησή του. Δὲν χαριζόταν σὲ κανέναν. Ἡ ληστεία ἦταν ἡ μόνη δουλειὰ ποὺ ἤξερε γιὰ νὰ ζεῖ. Μὰ καθὼς ἡ ἀνύποπτη κόρη γύρισε πρὸς τὸ μέρος του, ἀντικρύζοντας τὸ πρόσωπό της ὁ ληστής, καθηλώθηκε. Ἐντυπωσιάστηκε βαθιά. Τέτοια μορφὴ μὲ τόση χάρη δὲν εἶχε ξαναδεῖ ποτέ. Τὸ πρόσωπό της, παιδικὸ σχεδόν, ἀχτιδοβολοῦσε παρθενικὴ ἀνέγγιχτη ὀμορφιά. Φῶς ὑπερκόσμιο ξεχυνόταν, θεϊκό, ἀπ’ τὸ καλοσυνάτο βλέμμα της. Φάνταζε «περιβεβλημένη τὸν ἥλιον καὶ ἡ σελήνη ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς». Μὰ ποιὰ ἦταν ἡ κόρη αὐτή, ποὺ ἔσταζε δροσιὰ σὰν τὴν αὐγή; «Ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος»;

Ἡ νεαρὴ μητέρα μὲ ἐλαφρὲς κινήσεις πῆρε τὸ βρέφος στὴν ἀγκαλιά της. Ἔσκυψε, ἀκούμπησε ἀπαλὰ τὸ μάγουλό της στὸ πρό-σωπό του, τὸ φίλησε γλυκά. Βλέποντας τὸ βρέφος καὶ τὴ γλυκοφιλοῦσα μητέρα ὁ ληστής, ξέχασε τὰ σχέδιά του ἐντελῶς. Ἔμεινε μόνο νὰ παρατηρεῖ ἀσάλευτος, χωρὶς αἴσθηση τόπου καὶ χρόνου. Τὸ φωτεινὸ χαμόγελο τοῦ βρέφους καὶ ἡ ἀπέραντη ἀγάπη ποὺ ἀντιφέγγιζε στὸ παιδικὸ ἀκόμα βλέμμα τῆς μάνας, κάτι πρωτόγνωρο γέννησαν μέσα του. Ἔνοιωσε ἀνάλαφρος. Μιὰ παραδεισιακὴ γλυκύτητα εἰσχώρησε στὴν καρδιά του, ἀνοίγοντας βαθειὰ ρωγμὴ στὴ γρανιτένια σκληράδα της. Τὰ πυκνὰ κλαδιὰ τὸν ἔκρυβαν κι ὅμως εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς τὸ βρέφος ἐκεῖνο, χωρὶς νὰ τὸν κοιτάζει, τὸν ἔβλεπε. Αἰσθανόταν γυμνὸς μπρὸς στὸ βλέμμα του καὶ ἤθελε νὰ κρυφτεῖ, σὰν τὸν πρωτόπλαστο μὲς στὴν Ἐδὲμ μετὰ τὴν παρακοή. Μὰ ταυτόχρονα μιὰ ἕλξη μυστικὴ τὸν τραβοῦσε πρὸς τὸ βρέφος καὶ τὴ μητέρα του. Μιὰ πρωτόφαντη μαγευτικὴ ἔκσταση, παντελῶς ἄγνωστη μέχρι τότε, αἰχμαλώτιζε τὴν καρδιά του.

Διαισθανόταν σχέση μυστικὴ ἀνάμεσα στὸ βρέφος αὐτὸ καὶ σὲ ἐκεῖνο ποὺ θαυματουργικὰ σώθηκε ἀπ’ τὴ σφαγὴ στὴν ὀρεινὴ τῆς Ἰουδαίας. Μυστικὸ νῆμα ἕνωνε τὶς ζωές τους μὲ τρόπο ἀνερμήνευτο. Θαυμαστὸ ἐκεῖνο, μὰ ἐτοῦτο πανθαύμαστο! Ἐκεῖνο λύχνος προδρομικός, ἐτοῦτο ἥλιος ὁλοφώτεινος!

Ἡ βαθειά τους ἐπιρροὴ ἀλλοίωνε τώρα καὶ τὴ δική του ζωή. Ἡ σκέψη του ἔπαιρνε δρόμους διαφορετικούς. Αὐτὸς ποὺ δὲν λογάριασε ποτὲ τὴν ἀνθρώπινη ζωή, ἔνοιωθε, γιὰ πρώτη φορά, πὼς δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ βλάψει τὴ μητέρα τούτη καὶ τὸ βρέφος της. Γιὰ πρώτη φορὰ πλημμύριζε ἀπὸ διάθεση νὰ τοὺς προστατεύσει. Γιὰ πρώτη φορὰ αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη κι εὐχήθηκε νὰ ἦταν κι αὐτὸς καλός. Ἔνοιωσε ξαφνικὰ πὼς ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀγαπήσει κι αὐτός. Καὶ τί παράξενο! Δὲν νόμιζε πιὰ ἀδυναμία τὴν ἀγάπη. Τὸ νὰ ζεῖ γιὰ τὸ καλό, τοῦ φαινόταν τώρα ὑπέροχος σκοπός. Ἡ ζωή του ἄλλαζε ἀπρόσμενα. Δὲν ἀναγνώριζε τὸν ἑαυτό του!

Ἡ μικρὴ συνοδεία συνέχισε τὸν δρόμο της. Βάδιζε γιὰ μέρες στοὺς ἔρημους δρόμους, μὰ δὲν ἦταν πιὰ μόνη. Κρυμμένος προσεκτικὰ πίσω τους, ἀκολουθοῦσε ἕνας ἄγνωστος συνταξιδιώτης. Ὁ ληστὴς τοὺς πῆρε κατὰ πόδι. Χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήσει κανείς, αὐτοανακηρύχτηκε μυστικὰ προσωπικός τους φρουρός. Γιατί τὸ ἔκανε; Παραξενευόταν καὶ ὁ ἴδιος. Καὶ τί δὲν εἶδαν ὅμως τὰ μάτια του, στὴν παράξενη τούτη ἀποστολή του! Τὰ γεγονότα τὸν πήγαιναν ἀπὸ ἔκπληξη σὲ ἔκπληξη.

Θηρία τοὺς πλησίαζαν, λέοντες καὶ παρδάλεις, μὰ ἀντὶ νὰ τοὺς κατασπαράξουν, σέρνονταν σὰν πιστὰ σκυλάκια στὰ πόδια τους, προσκυνοῦσαν ὑπάκουα κι ἔφευγαν. Φοβεροὶ ληστὲς πετάγονταν μπροστά τους, μὰ ἀντὶ νὰ τοὺς πειράζουν, γονάτιζαν μπροστά τους ταπεινὰ καὶ φιλοῦσαν τὰ ἴχνη τους στὸ χῶμα, χωρὶς νὰ ἀγγίζουν οὔτε τρίχα τους. Κι ὅπου πατούσαν τὰ εὐλογημένα πόδια τους, φύτρωναν ἀμέσως σὲ μιὰ ἀτέλειωτη σειρὰ πίσω τους εὐωδιαστὰ πολύχρωμα λουλούδια. Πανύψηλοι φοίνικες λύγιζαν τὶς φορτωμένες τους κορφές, ἀποθέτοντας μπρός τους ὥριμους γλυκύτατους καρπούς. Σὲ κάθε πηγὴ ποὺ σταματοῦσαν νὰ δροσιστοῦν καὶ νὰ ξεκουραστοῦν, τὰ δέντρα ἔγερναν καὶ τοὺς προσκυνοῦσαν εὐλαβικά.

Ὁ ληστὴς ἀκολουθοῦσε, παρακολουθοῦσε, ἀλλοιωνόταν. Κρυβόταν ἐπιδέξια, μὰ ὡστόσο ἀναρωτιόταν: Συνταξίδευε κρυμμένος μαζί τους, μὰ τοὺς ἦταν ἄραγε ἀκόμα ἄγνωστος; Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς τοῦ μικροῦ ἐκείνου βρέφους ἡ ματιὰ δὲν ἔφευγε ἀπὸ πάνω του, μὲ ὅση φροντίδα κι ἂν ἔκρυβε τὸν ἑαυτό του. Πὼς τὸ γλυκό του χαμόγελο προοριζόταν γι’ αὐτόν. Κι ὅταν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του κουνοῦσε στὸν ἀέρα τὰ μικρά του χέρια, νόμιζε πὼς ἔνευε πρὸς τὸ μέρος του, πὼς τὸν καλοῦσε μυστικὰ κοντά του.

Ὁ χρόνος ὑποτάχτηκε κι αὐτὸς στὴν ἀκατανίκητη ἐπιρροὴ τοῦ μυστηριώδους βρέφους. Οἱ μέρες τοῦ ταξιδιοῦ ἀνεξήγητα συντομεύτηκαν. Ὁ ληστὴς τὶς μέτραγε, μὰ δὲν κατάλαβε πότε βρέθηκαν κιόλας στὰ πρόθυρα τῆς Θηβαΐδας, στὴν Ἐρμούπολη τῆς Μέσης Αἰγύπτου. Ἡ θεϊκὴ συνοδεία δροσίστηκε γιὰ τελευταία φορὰ κάτω ἀπ’ τὴ σκιὰ μιᾶς περσικῆς τεράστιας μηλιᾶς, ποὺ λύγισε τὴν κορφή της ὡς τὴ γῆ, γιὰ νὰ τοὺς ὑποδεχτεῖ καὶ αὐτὴ θεοπρεπῶς. Ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων φάνηκε νὰ ἔρχεται ἀπ’ τὴ μεριὰ τῆς πόλης. Ὁ ληστὴς τὰ χρειάστηκε. Τί ἤθελαν ὅλοι αὐτοί; Ποιὲς ἦταν οἱ προθέσεις τους; Ὀχυρώθηκε ἀθέατος καὶ ἔπιασε τὰ ὅπλα του. Θὰ ὑπερασπιζόταν τὸ θεϊκὸ βρέφος καὶ τὴ λοχεύουσα κόρη. Δὲν φοβόταν πιὰ νὰ πεθάνει γι’ αὐτούς.

Μὰ δὲν χρειάστηκε. Οἱ ἄνθρωποι ἦρθαν νὰ τοὺς ἀναγγείλουν συνταρακτικὰ νέα. Εἶπαν ὅτι κατάλαβαν τὸν ἐρχομό τους, γιατὶ ἔγινε στὸν τόπο τους τὴν προηγούμενη νύχτα μιὰ παράξενη καταστροφή. Τὰ εἴδωλα σ’ ὅλους τους ναούς τους ἔπεσαν καὶ συντρίφτηκαν μὲ φοβερὸ πάταγο στὴ γῆ. Καὶ τὸ ἀπροσδόκητο αὐτὸ γεγονὸς μιὰ ἐξήγηση μόνο μποροῦσε νὰ ἔχει γι’ αὐτούς: Πὼς ἦλθε στὴ χώρα τους ἕνας μεγάλος, ἀνίκητος, μοναδικός, ἀληθινὸς Θεός. Ποὺ ἐμπρός του οἱ θεοί-δαιμόνια τῶν ἐθνῶν δὲν εἶχαν τόπο νὰ σταθοῦν. Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, λυτρωμένοι πλέον ἀπὸ τὴ στυγερὴ καταδυνάστευσή τους, βγῆκαν σὲ ἀναζήτηση αὐτοῦ τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. Γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν.

Νὰ τὸν προσκυνήσουν. Νὰ τὸν κάμουν Θεό τους. Ὁ φωτισμὸς τῆς ἀλήθειας εἶχε λάμψει ἤδη καὶ στὴ χώρα τους. Κατάλαβαν ὅτι ζοῦσαν μέχρι τότε στὸ σκοτάδι.

Ἦταν τὰ παιδιὰ ἐκείνων ποὺ πεισματικά, αἰῶνες πρίν, δείχτηκαν ἀπειθάρχητοι στὸ ἅγιο θέλημά του καὶ γεύτηκαν τὴν ἀδέκαστη δικαιοσύνη του, τὶς δέκα φοβερὲς πληγές, τὴ μόνη γλώσσα ποὺ μποροῦσαν τότε νὰ καταλάβουν. Ὁ Κύριος «ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ» ἔκαμε «θαυμάσια μεγάλα» ἀπέναντί τους, μὰ αὐτοὶ δὲν ἄνοιξαν τὰ μάτια τους νὰ δοῦν. Καὶ τελικὰ ὁ Κύριος «ἐπάταξε τὰ πρωτότοκα Αἰγύπτου ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους. Ἐξαπέστειλε σημεῖα καὶ τέρατα ἐν μέσῳ» τῆς Αἰγύπτου, «ἐν Φαραὼ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς δούλοις αὐτοῦ. Ἐπάταξεν ἔθνη πολλὰ καὶ ἀπέκτεινε βασιλεῖς κραταιούς».

Μὰ τώρα ὁ δυνατὸς Κύριος, βρέφος μικρό, κυνηγημένο, ἀδύναμο, ἐπισκέπτεται ξανὰ τὴ χώρα τους. Ζητάει προστασία φαινομενικά, μὰ στὴν οὐσία τοὺς καλεῖ σὲ νέα σχέση μαζί του. Ἔρχεται ἀδύναμος, γιὰ νὰ ὠθήσει τὴν πέτρινη καρδιά τους σὲ κίνηση ἀγάπης ἀπέναντί του. Καὶ νά, ποὺ αὐτοὶ δὲν κάνουν τὸ λάθος τῶν πατέρων τους. Ἀναγνωρίζουν ὅτι «ὁ ὑψηλὸς Θεὸς ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος». Καὶ αὐτὸ ἔγινε ἀποκλειστικὰ γιὰ χάρη τους. Γιὰ νὰ ὀνομάσει λαό του κι αὐτούς, «τὸν οὐ λαόν» του. Ἀποκρυπτογραφοῦν στὴ δική του κίνηση τὴ γλώσσα τῆς ἄφατης ἀγάπης του, ποὺ ἀδυνατοῦσαν νὰ διαβάσουν οἱ πατέρες τους.

Ἡ ἄγνωστη ὣς τότε προοπτικὴ μιᾶς νέας κτίσης, πάνω στὴ θέση τῶν ἀρχαίων πραγμάτων, ἀνέτελλε ἤδη σαγηνευτική, ἐλπιδοφόρα, ὑπέροχη, ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ θείου βρέφους. Ἔβλεπαν τὴ μητροπάρθενη κόρη νὰ βαστάζει «ἐν ἀγκάλαις», χωρὶς νὰ φλέγεται, ἄυλο πῦρ, τὴν θεότητα, ὅπως ἡ ἄφλεκτος βάτος «πάλαι ἡ ἐν Σινᾶ». «Νεύματι θεαρχικῶ» ὁδηγημένοι, γνώρισαν ὅλοι μυστικὰ καὶ προσκύνησαν «παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν». Μιὰ δοξολογικὴ κραυγὴ ὑψώθηκε ἀπὸ ὅλα τὰ στόματα πρὸς τὴν ἄχραντη μητέρα του:

– «Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων! Χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων»!

Ἡ ἀνύμφευτη νύμφη μὲ τὸν ἄφθορο τοκετό της τοὺς πρόσφερε σαρκοφόρο τὸν Θεό, ἀποδεικνύοντας ἀπάτη, πλάνη, δόλιο ψεῦδος τὰ εἴδωλα. Ἡ ὀμορφιά της, πηγάζοντας ἔσωθεν, φάνταζε ἀπύθμενη θάλασσα, «ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν», ὅπως ἡ Ἐρυθρὰ «πόντῳ ἐκάλυψε» τὸν ἰταμὸ Αἰγύπτιο δυνάστη ἄλλοτε. Στὰ μάτια τους δὲν ἦταν πιὰ ἡ εὔθραυστη κόρη, ἀλλὰ βράχος, ἡ πέτρα ποὺ ἀνέβλυζε ποταμοὺς «ὕδατος ζῶντος» γιὰ «τοὺς διψῶντας τὴν ζωήν», ὅπως ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐκείνη πέτρα τῆς ἐρήμου «ἐρρύησαν ὕδατα καὶ χείμαρροι κατεκλύσθησαν» γιὰ τὸν διψασμένο λαὸ τοῦ Θεοῦ.

Τὸ ταπεινό της ἀνάστημα ὑψωνόταν τώρα πελώριο, νέος πύρινος στύλος «ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει», «σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης». Νέα «γῆ τῆς ἐπαγγελίας» ἡ Θεοτόκος ἀνέβλυζε «μέλι καὶ γάλα», «τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὸν ἀληθινόν», τὴν ἀθάνατη ζωηφόρα τροφὴ ποὺ διαδέχτηκε «ἄρτον ἀγγέλων», τὸ θεόσδοτο μάννα τῆς ἐρήμου.

Πεσμένος στὰ γόνατα, προσκυνοῦσε μαζί τους τὸ θεῖο βρέφος ἀπ’ τὴν ἀθέατη κρύπτη του καὶ ὁ ἄγνωστος συνταξιδιώτης. Ὄχι τὸν ἀσήμαντο ληστὴ λοιπόν, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ βρέφος, τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων καὶ παντοδύναμο Θεό, κυνηγοῦσε ἀπεγνωσμένα καὶ ἀνόητα ὁ Ἡρώδης. Ἔταξε τότε ὁ ληστὴς ἐνδόμυχα μὲ ζέση, νὰ μὴν ἐγκαταλείψει ποτὲ τὸν Βασιλέα του, νὰ συνταξιδεύει ἰσόβια μαζί του μυστικά. Καὶ τέτοιος ἄνεμος χαρᾶς τὸν συνεπῆρε, ποὺ ἔλειωνε μέσα του, ριγοῦσε σὰν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ ἡ σκληροτράχηλη καρδιά του.

Ἔστρεψε γελαστὸ τὸ βρέφος τὴ ματιά του στὸν κρυφό του ἀκόλουθο, «φῶς ἱλαρόν», ἀχτιδοβόλο, ἔπεμψε πάνω του.

Πρῶτος, καλόδεχτος στὸν οὐρανό, ἀκόμα κι ὁ ληστὴς ποὺ δέχεται μὲ τὴν καρδιὰ μικροῦ παιδιοῦ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!