Ο ΑΒΒΑΣ Ιωσήφ συμβουλεύτηκε τον Όσιο Ποιμένα πώς να εγκτρατεύεται στο φαγητό. Τρώγε λίγο κάθε μέρα, του είπε ο Γέροντας, αλλά χωρίς να χορταίνεις. -Όταν ήσουν νέος, Αββά, δεν έτρωγες κάθε δυο μέρες;
-Και ολόκληρη βδομάδα έμενα άσιτος, πρόσθεσε ο Όσιος. Αλλά οι Πατέρες που δοκίμασαν πολλών ειδών ασκήσεις, βρήκαν πως πιο ωφέλιμο για τον μοναχό είναι να τρώγει λίγο κάθε μέρα. Αυτή είναι η μέση και Βασιλική οδός. Οι υπερβολές είναι των δαιμόνων.
Ο ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ, νέος ευσεβής από την Αλεξάνδρεια, διηγείται ο Παλλάδος, από πλούσια και αρχοντική γενιά, πήγε να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και επισκέφτηκε πολλά μοναστήρια και ησυχαστήρια στην Παλαιστίνη. Σαν γύρισε στην πατρίδα του την Αίγυπτο, με την καρδιά πλημμυρισμένη από θεϊκό έρωτα, μοίρασε τα υπάρχοντα του στους φτωχούς, για να ακολουθήσει την αμέριμνη ζωή των μοναχών. Κράτησε μόνο ένα μεγάλο υποστατικό στα περίχωρα της Αλεξανδρείας, κατάφυτο από οπωροφόρα δέντρα, που το είχε ζηλέψει ο Έπαρχος για την ξεχωριστή ομορφιά του και πολλές φορές του είχε ζητήσει να το αγοράσει, προσφέροντας γενναία τιμή.
-Και ολόκληρη βδομάδα έμενα άσιτος, πρόσθεσε ο Όσιος. Αλλά οι Πατέρες που δοκίμασαν πολλών ειδών ασκήσεις, βρήκαν πως πιο ωφέλιμο για τον μοναχό είναι να τρώγει λίγο κάθε μέρα. Αυτή είναι η μέση και Βασιλική οδός. Οι υπερβολές είναι των δαιμόνων.
Ο ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ, νέος ευσεβής από την Αλεξάνδρεια, διηγείται ο Παλλάδος, από πλούσια και αρχοντική γενιά, πήγε να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και επισκέφτηκε πολλά μοναστήρια και ησυχαστήρια στην Παλαιστίνη. Σαν γύρισε στην πατρίδα του την Αίγυπτο, με την καρδιά πλημμυρισμένη από θεϊκό έρωτα, μοίρασε τα υπάρχοντα του στους φτωχούς, για να ακολουθήσει την αμέριμνη ζωή των μοναχών. Κράτησε μόνο ένα μεγάλο υποστατικό στα περίχωρα της Αλεξανδρείας, κατάφυτο από οπωροφόρα δέντρα, που το είχε ζηλέψει ο Έπαρχος για την ξεχωριστή ομορφιά του και πολλές φορές του είχε ζητήσει να το αγοράσει, προσφέροντας γενναία τιμή.
Όταν αποφάσισε να ακολουθήσει τον ερημικό βίο, πήγε και εξομολογήθηκε στον Αββά Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη. Μεταξύ των άλλων του είπε και για το υποστατικό.
-Πούλησε το στον Έπαρχο, τον συμβούλεψε ο Γέροντας και δώσε τα χρήματα στο μοναστήρι. Μην αφήσεις υποστατικά στις καλόγριες, γιατί θα χάσουν την ψυχή τους.
Μα ο Βησσαρίων δεν θέλησε τότε να πεισθεί στη συνετή συμβουλή του Γέροντος και έκανε δωρητήριο το μεγάλο κτήμα στο γυναικείο μοναστήρι. Ελευθερωμένος ύστερα από όλες τις υλικές φροντίδες, πήγε στην έρημο και έμεινε σε μια φτωχική καλύβα, στη σκήτη των Πατέρων.
Πέρασαν δεκαέξι μήνες αφ’ότου ο ευλαβής νέος αγωνίζονταν τον καλό της αρετής αγώνα, αφήνοντας κατά μέρος κάθε γήινη απασχόληση, όταν μια νύχτα ήλθε να τον συνταράξει ένα τρομακτικό Όνειρο: είδε πως βρέθηκε στη Βηθλεέμ, στο ναό της Αγίας Γεννήσεως. Ξαφνικά ο ναός άστραψε από ουράνιο φως και άρχισαν να μπαίνουν μέσα σε παράταξη νέοι ιεροπρεπείς, ντυμένοι με ολόχρυσες στολές, που έψαλλαν μελωδικά άσματα. Ανάμεσα τους ήταν μια Γυναίκα, που η ομορφιά της δεν χωρεί σε νου ανθρώπινο, ντυμένη με πορφύρα, σαν Βασίλισσα και με διάδημα από αστέρια στο κεφάλι. Δεν πρόλαβε να συνέλθει από την έκπληξη του ο Βησσαρίων, όταν άκουσε έναν από τους συνοδούς της ουράνιας βασίλισσας να τον φωνάζει αυστηρά με το όνομα του. Γύρισε προς το μέρος του και αντιλήφθηκε πως τον κοίταζε με βλέμμα βλοσυρό:
-Τι έχεις να απολογηθείς για τις παρθένους, του είπε, που, από τότε που τους χάρισες το κτήμα σου, δεν έπαψαν ούτε μια μέρα να εξοργίζουν τον Θεόν; Μεγάλη τιμωρία σε περιμένει, αν δεν διορθώσεις το σφάλμα σου.
-Κύριε μου, τόλμησε να αποκριθεί ο Βησσαρίων, τρέμοντας σύγκορμος από το μεγάλο φόβο του, για να τις αναπαύσω τους το δώρισα, επειδή, σαν γυναίκες, είναι σκεύη αδύνατα, όχι για να παροργίσουν τον Θεόν.
Τότε πήρε τον λόγο η Βασίλισσα:
-Καλή η προαίρεσης σου τέκνον, αλλά ο εχθρός του ανθρώπινου γένους βρήκε αιτία να ζημιώσει τις ψυχές τους. Μπορούσε ο Θεός, ο οποίος προνοεί δια τα πλάσματα Του, να τους στείλει ποταμούς από χρυσόν, αλλά δεν θα ήτο συμφέρον των.
Καθώς έλεγε αυτά, σήκωσε το ευλογημένο χέρι της και έδειξε εκείνον που λίγο πριν είχε τρομοκρατήσει τον Βησσαρίωνα.
-Αυτός είναι το πρότυπο των μοναχών. Ας τον μιμούνται όσοι θέλουν να αρέσουν εις τον Θεόν. Διόρθωσε το λάθος σου και θα με έχεις πάντοτε προστασία.
Ύστερα απευθύνθηκε σε εκείνον που είχε δείξει:
-Σφράγισε την καρδιά του, Βαπτιστά, δια να μη νομίσει πως όλα αυτά είναι φαντασία.
Άπλωσε το δεξί του χέρι ο Τίμιος Πρόδρομος και σφράγισε με το σημείο του Σταυρού το στήθος του Βησσαρίωνος και αμέσως χάθηκε το όραμα.
Μόλις ξημέρωσε, ξεκίνησε ο Βησσαρίων για τον Αββά Ισίδωρο. Τρομαγμένος ακόμη, του διηγήθηκε την οπτασία.
-Έπρεπε να είχες ακούσει τη συμβουλή μου, τέκνον μου, του είπε ο Γέροντας. Δεν ξέρεις πως τα υποστατικά έχουν μέριμνες και φροντίδες; Χρειάζονται καλλιέργεια και όταν άνδρες συναλλάσσονται με ασκήτριες, ο διάβολος δεν αφήνει απείραχτες ούτε αυτές ούτε εκείνους. Αν είναι γενικά κακό στους μοναχούς να έχουν υλικές φροντίδες, πολύ περισσότερο άπρεπο είναι για τις παρθένους.
Χωρίς αναβολή, την ίδια κιόλας ημέρα, τον πήρε ο Γέροντας και κατέβηκαν στο γυναικείο μοναστήρι και με κάποια πρόφαση έπεισαν τις μονάχες να δεχτούν να πουλήσουν το υποστατικό τους στον Έπαρχο και να εισπράξουν τα χρήματα. Έτσι, ήσυχος, πια, γύρισε στο ασκητήριο του ο καλός Βησσαρίων.
ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας, που ερωτήθηκε από τους αδελφούς τι είναι η καταλαλιά και τι κατάκρισης, έδωσε την ακόλουθη εξήγηση:
Με την καταλαλιά φανερώνει κανείς τα κρυφά ελαττώματα του αδελφού του. Με την κατάκριση καταδικάζει τα φανερά. Αν πει κανείς λόγου χάρη, πως ο τάδε αδελφός είναι μεν καλοπροαίρετος και αγαθός, αλλά του λείπει η διάκριση, αυτό είναι καταλαλιά. Αν όμως πει ότι ο δείνα είναι πλεονέκτης και φιλάργυρος, τούτο είναι κατάκριση, γιατί με το λόγο αυτό καταδικάζει τις πράξεις του πλησίον του. Η κατάκριση είναι χειρότερη από την καταλαλιά.
ΕΝΑΣ αξιωματικός του Βυζαντινού Στράτου πήγαινε μαζί με τον υπασπιστή του σε κάποια εμπιστευτική αποστολή. Καθώς περνούσαν τρέχοντας πάνω στα γρήγορα άλογα τους, σε ένα δρόμο ερημικό, σκόνταψαν πάνω σε ένα ολόγυμνο πτώμα που κείτονταν καταμεσής του δρόμου.
-Ο δυστυχισμένος σίγουρα θα έχει πέσει θύμα ληστών που λυμαίνονται τούτα τα μέρη. Είπε ο αξιωματικός.
Αψηφώντας κάθε κίνδυνο που και ο ίδιος διέτρεχε, όσο αργοπορούσε στα άγρια εκείνα μέρη, κατέβηκε από το άλογο, έβγαλε τη χλαίνα και τύλιξε το γυμνό αιμόφυρτο σώμα. Ύστερα άνοιξε ένα πρόχειρο τάφο με τη βοήθεια του συντρόφου του και έθαψε τον άγνωστο. Όταν τελείωσε όλη εκείνη η διαδικασία, ανέβηκε πάλι στο άλογο του ο ευγενής νέος να συνεχίσει το ταξίδι του. Είχε όμως αρκετά καθυστερήσει και κινδύνευε να νυχτωθεί στην έρημο. Σπιρούνισε λοιπόν το ζώο και κάλπαζε ασυλλόγιστα. Ξαφνικά εκείνο αφήνιασε και τον πέταξε κάτω. Αναίσθητο σχεδόν από το φοβερό χτύπημα τον μετέφερε ο υπασπιστής του στο πιο κοντινό χάνι και φώναξε αμέσως ένα γιατρό.
Ο αξιωματικός είχα σπάσει το δεξί του πόδι και υπέφερε φοβερά. Την άλλη μέρα η κατάσταση του χειροτέρεψε. Το πόδι μελάνιασε ολόκληρο και οι πόνοι έγιναν αφόρητοι. Όσοι ειδικοί τον είδαν, είπαν πως έπρεπε χωρίς αναβολή να κοπεί. Δεν έπαιρνε θεραπεία γιατί είχε ήδη αρχίσει να σαπίζει. Την επόμενη θα του το έκοβαν οριστικά.
Την νύκτα ο νεαρός αξιωματικός δεν μπορούσε να κλείσει μάτι από τους πόνους και την θλίψη του. Έκλεγε την σύμφορα του και βογκούσε απελπιστικά. Θα είχαν φτάσει πια μεσάνυχτα, όταν είδε ξαφνικά να ανοίγει με ένα ελαφρό τρίξιμο η πόρτα του δωματίου του και να μπαίνει μέσα κάποιος άγνωστος νέος. Πλησίασε το κρεβάτι του.
-Τι έχεις και βογκάς; Τον ρώτησε με πολλή συμπάθεια.
-Τι θέλετε να κάνω, κύριε; Είπε με πολύ κόπο ο άρρωστος, νομίζοντας πως ήταν κανένας από τους νυχτερινούς πελάτες του πανδοχείου που είχε ανησυχήσει από τα βογκητά του. Το πρωί θα μου κόψουν το πόδι οι γιατροί.
-Δείξε μου το χτύπημα σου.
Ο νέος έδειξε το πόδι του. Ο άγνωστος τότε με μεγάλη επιτηδειότητα έλυσε τους επιδέσμους. Το έτριψε απαλά με το χέρι του και είπε στον άγνωστο να σηκωθεί και να περπατήσει. -Τι μου λέτε; Άρχισε να διαμαρτύρεται εκείνος. Δεν βλέπετε πως είναι εντελώς σπασμένο και δεν επιδέχεται θεραπεία; Σας είπα πως θα το κόψουν το πρωί.
-Στηρίξου επάνω μου και περπάτησε, είπε με επιμονή ο άγνωστος, δεν έχεις τίποτε.
Ο άρρωστος τότε πιάστηκε από το χέρι, που του άπλωσε ο παράξενος νυχτερινός επισκέπτης. Κατέβηκε με ευκολία από το κρεβάτι του και σαν τρελός από τη χαρά του, άρχισε να πηγαίνει πέρα-δώθε μέσα στο δωμάτιο, χωρίς την παραμικρή δυσκολία. Ούτε πόνο πια ένοιωθε. -Είδες λοιπόν που θεραπεύθηκες εντελώς; Πλάγιασε τώρα να κοιμηθείς και μη στεναχωριέσαι πια, του είπε ο άγνωστος και του έδωσε το χέρι να τον αποχαιρετήσει.
-Φεύγετε, κύριε; Ρώτησε ο αξιωματικός.
-Τι άλλο θέλεις από εμένα; Τώρα είσαι καλά.
-Για το όνομα του Παντοδύναμου Θεού, που σε οδήγησε ως εδώ, πες μου ποιος είσαι; Φώναξε
γεμάτος συγκίνηση ο νέος
-Κοίταξε με καλά. Δεν με αναγνωρίζεις;
-Όχι έγνεψε ο αξιωματικός.
-Μήπως γνωρίζεις τούτη τη χλαίνα;
Ο νέος έμεινε άναυδος από την έκπληξη.
-Είναι δική μου, ψιθύρισε σαν συνήλθε.
-Είμαι εκείνος που με σκέπασες με τη χλαίνα σου. Ο Θεός με έστειλε εδώ να σε γιατρέψω. Εκείνον να ευγνωμονείς σε όλη σου τη ζωή. Και λέγοντας αυτά έγινε άφαντος. Το πρωί που ήλθαν οι γιατροί για την εγχείρηση βρήκαν τον αξιωματικό έτοιμο για ταξίδι. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Αναγκάστηκαν όμως να παραδεχτούν το θαύμα. Από τότε ο ευγενής αξιωματικός έγινε πιο θερμός στην πίστη και δεν έπαυσε σε όλο το διάστημα της ζωής του να ελεεί ζωντανούς και πεθαμένους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.